Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Β΄.Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καί διδάσκεται ἀπό ὅλα. Ἡ Θεία Χάρις τόν διδάσκει· τόν καθιστᾶ ἀληθινά φιλόσοφο καί σοφό. Τέτοιος ἦταν καί μακαριστός Γέροντας. Τό ἐπιβεβαιώνουν τά ὅσα διηγεῖται:«Μιά μέρα, ἕνα πρωινό ἐπροχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μία χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ’ ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μία γλυκειά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη.Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ’ ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ’ τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Νά ‘χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!
Μοῦ ἦλθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ’ τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τά δοκίμαζα…Καί σκεπτόμουν: «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἄσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί νά ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, γιατί… γιά ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό».
Μόνος μου φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τ’ ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τό Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπ’ αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό δῶ; Ἐδῶ κανείς δέν πλησιάζει. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λέεις, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά του πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά…»… Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ’ ἐνέπνευσε. Σκέφθηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται καί ὄχι κι ἐγώ;» Καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω. Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερα ὅτι ἤμουνα ἐγώ καί τ’ ἄκουγα; Ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ΄ ἀηδονάκια μες στό λόγγο, μές στή ρεματιά πού βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πρᾶγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τό λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό». Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα.
Ὅλα αὐτά τά θεώρησα ὅτι ἦταν τοῦ Θεοῦ ἄγγελοι, δηλαδή πουλάκια πού δοξάζανε τόν Θεό, τόν Πλάστη τῶν ἀπάντων καί δέν τ’ ἄκουγε κανείς. Ναί κρύβονταν, νά μήν τ’ ἀκούει κανείς, πιστέψτε με! Δέν τά ἐνδιέφερε νά τ΄ ἀκοῦνε, ἀλλά ποθοῦσαν μές στή μοναξιά, μές στήν ἡσυχία, μές στήν ἐρημιά, μές στή σιωπή νά τ΄ ἀκούει ποιός ἄλλος; Ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός. Αὐτός πού χάρισε ζωή καί πνοή καί φωνή. Θά ρωτήσετε: «Εἴχανε μυαλό;» Τί νά πῶ, δέν ξέρω ἄν τό ἔκαναν συνειδητά ἤ ὄχι. Δέν ξέρω. Γιατί αὐτά εἶναι πουλάκια. Μπορεῖ τώρα νά εἶναι στή ζωή καί μετά νά μήν ὑπάρχουν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦταν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν τά ξέρουμε αὐτά. Πάντως κρύβονταν, νά μήν ἀκούσει κανείς τή δοξολογία τους. Ἔτσι καί γιά τούς μοναχούς ἡ ζωή ἐκεῖ, στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἄγνωστη. Ζεῖς μέ τόν Γέροντα, τόν ἀγαπάεις. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀσκήσεις, ὅλα γίνονται, ἀλλ’ οὔτε τίς θυμᾶσαι, οὔτε κανείς λέει γιά σένα:«Τί εἶναι αὐτός;» Ζεῖς τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς μέσα σ’ ὅλα καί ζεῖς τόν Θεό, ἐν ᾧ τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται· ἐν τῷ ὁποίῳ καί διά τοῦ ὁποίου…Μπαίνεις μές στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία καί ζεῖς ἐκεῖ ὡς ἄγνωστος. Κι ἐνῶ ἀναλύεσαι γιά τούς συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις ἄγνωστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἴσως ποτέ νά σέ γνωρίσουν»8.
Στόν ὑγιή πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει νικηθεῖ ἡ σάρκα ἀπό τό πνεῦμα.Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία: «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος. Τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται»9 . Ὁ Χριστιανός ὀφείλει «τό χεῖρον ὑποτάξαι τῷ κρείττονι καί τήν σάρκα δουλῶσαι τῷ πνεύματι». Πρέπει νά νεκρώσει τόν παλαιόν ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»10. Στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει ξεπεραστεῖ ἡ φιλαυτία (=ἡ ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα) καί ὁ φόβος τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Ὁ πόνος ἔχει νικηθεῖ μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν νυγεῖ ἡ ψυχή μας, ὅταν τρωθεῖ ἀπό τό θεῖο πόθο, ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μαραίνεται. Ὁ θεῖος πόθος νικάει κάθε πόνο κι ἔτσι κάθε πόνος μεταποιεῖται καί γίνεται ἀγάπη Χριστοῦ. Ἀγαπῆστε τόν Χριστό καί θά σᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ πόνοι θά περάσουν, θά νικηθοῦν, θά μεταποιηθοῦν. Τότε γίνονται ὅλα Χριστός, γίνονται Παράδεισος. Ἀλλά γιά νά ζοῦμε στόν Παράδεισο, πρέπει νά ἀποθάνομε, νά ἀποθάνομε γιά ὅλα, νά εἴμαστε σάν νεκροί. Τότε θά ζοῦμε πραγματικά, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ἄν δέν νεκρωθοῦμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, δέν γίνεται τίποτα…Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Χριστό οἱ ἅγιοι δέν αἰσθανόντουσαν τούς πόνους τῶν μαρτυρίων, ὅσο σκληρά κι ἄν ἦταν. Θυμηθεῖτε τούς τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ· ὑμνοῦντες καί δοξολογοῦντες ἐδροσίζοντο στήν κάμινο τοῦ πυρός. Θυμηθεῖτε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Γεώργιο, τήν Ἁγία Αἰκατερίνα, τήν Ἁγία Βαρβάρα, τήν Ἁγία Παρασκευή, τούς Σαράντα Μάρτυρες μέσα στήν παγωμένη λίμνη»11.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τήν καρδιά του.Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τό αἰσθάνεται ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Γέροντας ἦταν «καθαρός τῇ καρδίᾳ» καί μιλοῦσε ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας. Χωρίς καθαρότητα εἶναι ἀδύνατον νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται σέ μιά ἀκάθαρτη καρδιά. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»12 μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του. Ἔλεγε ὁ κεκαθαρμένος Γέροντας: «Σ’ αὐτούς πού δυσπιστοῦν, ἀμφιβάλλουν κι ἀμφισβητοῦν καί τά σκέπτονται μόνο μέ τή λογική καί δέν εἶναι ἀνοικτοί στόν Θεό, ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται. Σέ κλειδωμένες ψυχές ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται, δέν ἐκβιάζει, δέν παραβιάζει. Ἀντίθετα, σ’ αὐτούς πού ἔχουν πίστη ἁπλή, χωρίς διακυμάνσεις, ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί χαρίζει τό ἄκτιστον φῶς Του. Τό δίδει πλούσια καί στήν ἐδῶ ζωή καί, πολύ περισσότερο, στήν ἄλλη.
Μή νομίζετε, ὅμως, ὅτι ὅλοι ἐδῶ βλέπουν τό ἴδιο καθαρά τό φῶς τῆς ἀληθείας. Καθένας τό βλέπει ἀνάλογα μέ τήν ψυχή του, μέ τό πνεῦμα του, μέ τή μόρφωσή του, μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Καταλάβατε; Βλέπουν, γιά παράδειγμα, πολλοί μία εἰκόνα, ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι ὅσοι τή βλέπουν τά ἴδια συναισθήματα. Ἔτσι εἶναι καί τό θεῖον φῶς. Τό ἀληθινό φῶς δέν λάμπει σ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές τό ἴδιο. Δηλαδή, τό ἴδιο λάμπει ὁ ἥλιος ὁ φυσικός, ἀλλά στό σπίτι πού εἶναι μαῦρα τά τζάμια του, λίγο περνᾶνε ἀπό κεῖ οἱ ἀκτίνες. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό λέω, τό ἴδιο γίνεται μέ τό ἄκτιστον φῶς· εἶναι μαῦρα τά τζάμια μας, δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ μαυρίλα νά περάσει.Ἀκόμη καί στούς ἁγίους μας καί στούς προφῆτες συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Κι αὐτοί ἀκόμη, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά τους, αἰσθάνονταν τό φῶς τό θεῖον»13.
Ὁ στόχος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ Παράδεισος. Παρατηροῦσε ὅμως ὅτι ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου εἶναι στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά νά ὑπάρχει πνευματική ὑγεία. Πράγματι, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅπως προκύπτει ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων μας- πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ψυχοσωματικά ἄνθρωποι- στόχος, σκοπός, ἀπαντοχή, προσδοκία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς ἀντηχεῖ μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»14. Ἔλεγε, στοιχώντας στά λόγια τοῦ Κυρίου, ὁ οὐρανοπολίτης Γέροντας: «Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια. Θά φύγομε. Ἐδῶ κάτω στή γῆ δέν θά μείνομε γιά πάντα. Στόχος μας ἡ αἰώνιος ζωή. Γι’ αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἑτοιμασθοῦμε. Καί τό μυστικό εἶναι ὅτι, ὅταν ἑτοιμασθοῦμε, θά εἴμαστε εὐτυχεῖς, δέν θά φοβόμαστε, ἀλλά θά περιμένουμε μέ χαρά νά πᾶμε στό ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ θά δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Παναγίας μας μαζί μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως πρέπει ν’ ἀρχίσομε ἀπό δῶ νά ζοῦμε δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό. Ἐάν ἀπό δῶ δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ΄μαστε μαζί Του στήν οὐράνια δόξα καί χαρά. Καί θά ζοῦμε ἀπό δῶ τήν αἰώνιο ζωή, ἐάν ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Κάτι σχετικό εἶδα γραμμένο στήν εἴσοδο ἑνός μοναστηριοῦ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔλεγε: «Ἐάν πεθάνεις, πρίν νά πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἐάν πεθάνεις κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, θά ζεῖς στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θάνατος»15.
Γιά τόν ἀληθινό Χριστιανό, τόν θεραπευμένο ὑπαρξιακά ἀπό τήν Θεία Χάρη, διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἄγχος, φοβία. Ὅλα αὐτά τά ἄρρωστα συναισθήματα εἶναι δαιμονικές ἐπήρρειες καί φεύγουν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἐν Χριστῷ, ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ ἀληθινά. Ἔλεγε ὁ ἀληθινά ζῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Γέροντας: «Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί.Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα αὐτό, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό κατορθώσομε, τότε βρισκόμαστε σέ μιά ἄλλη κατάσταση, ζοῦμε μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή. Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει καμιά φοβία. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλασις. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς μή χριστιανούς»16. Εἰδικά γιά τήν ἀπελπισία ἔλεγε ὅτι εἶναι κακό ἡ ἀπελπισία. Ὁ ἀπελπισμένος χάνει τήν προθυμία καί τήν δύναμή του. Ἀντίθετα ὁ πνευματικά ὑγιής εἶναι αὐτός πού πάντα ἐλπίζει καί πάντα ἀνεβαίνει πνευματικά.Ἔλεγε: «Ἔχω τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀλλά ζῶ μέ τήν ἐλπίδα. Εἶναι κακό ν’ ἀπελπίζεσαι, διότι ὁ ἀπελπισμένος πικραίνεται καί χάνει τήν προθυμία καί τή δύναμή του. Ἐνῶ αὐτός πού ἐλπίζει, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός. Ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φτωχός, προσπαθεῖ νά πλουτίσει. Τί κάνει ὁ φτωχός; Ὅταν εἶναι ἔξυπνος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά πλουτίσει. Παρόλο πού νιώθω ἔτσι ἀδύναμος καί δέν ἔχω κατορθώσει αὐτό πού ποθῶ, ἐν τούτοις δέν ἀπελπίζομαι. Μέ παρηγορεῖ, ὅπως σᾶς εἶπα, ὅτι δέν παύω ἀπό τοῦ νά προσπαθῶ διαρκῶς»17.
Ἡ λαχτάρα γιά τόν Χριστό,δίδασκε ὁ Γέροντας, κάνει τήν δύναμη τῆς ψυχῆς νά φεύγει ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά πηγαίνει στόν Χριστό. Ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀδιαφορία. Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού ἔχει «ἀγάπη μέ λαχτάρα» γιά τόν Χριστό. Αὐτή ἡ λαχτάρα κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονήσει τόν ἐχθρό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ξεφεύγει ἀπό τήν δουλεία στά πάθη. Ὁ γέροντας συμβουλεύει νά εἴμαστε εὐγενεῖς, ἀκόμη καί μέ τόν ταλαίπωρο διάβολο. Ἀντί νά τοῦ κάνομε κατά μέτωπο ἐπίθεση, γιά νά τόν τραυματίσομε, ἄς τόν περιφρονήσουμε. Ἄς ἀδιαφορήσουμε καί ἄς δοθοῦμε στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά τί μᾶς διδάσκει: «Ὁ σατανᾶς φτιάχνει τό μηχανισμό τῆς πλάνης. Χωρίς νά τό καταλάβομε ἐμεῖς, ὁ πονηρός φτιάχνει παγίδες. Μέ τή λαχτάρα γιά τόν Χριστό ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς φεύγει ἀπ’ τίς παγίδες καί πάει στόν Χριστό. Ἄλλο πράγμα αὐτό. Πιό εὐγενές. Τό νά μάχεσαι τόν ἐχθρό σου εἶναι μιά προσπάθεια μέ σπρωξίματα καί πίεση. Στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δέν ὑπάρχουν σπρωξίματα. Ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς μεταποιεῖται χωρίς κόπο. Δέν πρέπει ν’ ἀντιδρᾶτε μέ τά ἴδια ὄργανα. Ἀδιαφορῆστε! Αὐτή ἡ ἀδιαφορία πρός τόν ἐχθρό εἶναι μεγάλη τέχνη. Τέχνη τεχνῶν. Γίνεται μόνο μέ τή θεία χάρι. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀναίμακτα καί ἀκοπίαστα. Χωρίς σπρώξιμο καί χωρίς σφίξιμο.
Τί εἴπαμε; Δέν εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πολυμήχανος; Οἱ μηχανισμοί τοῦ διαβόλου εἶναι πονηροί. Τρόμος! Γι’ αὐτό πρέπει κι ἐμεῖς νά φτιάχνομε εὐσεβεῖς μηχανισμούς ἀμύνης, χωρίς πονηρία, γιά νά καταστρέψομε τή δύναμη τῶν δικῶν του παγίδων»18.
Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀνάβει στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς συνεχοῦς πνευματικῆς μελέτης.Ὁ θεῖος ἔρωτας, σύμφωνα καί μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, καλλιεργεῖται μέ τήν μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ. Ἀπ’ αὐτήν του τήν προσωπική πεῖρα δίδασκε τά ἑξῆς: «Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια, γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα θά μπεῖ μετά χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 4, 8). Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε; Ἐγώ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν’ ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτά θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τό θεῖο ἔρωτα»19.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀλήθεια. Γιά νά βρεῖ τήν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, ἐπεσήμαινε ὁ Γέροντας, πρέπει νά εἶναι ταπεινός.Ὁ ἐγωισμός μπερδεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στίς αἱρέσεις. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό δίδασκαν ξεκάθαρα: Ὅσοι διατύπωσαν λανθασμένα δόγματα καί ἔπεσαν σέ πλάνες, ἔπεσαν «δι’ ὑπεροψίαν»20. Ἔλεγε καί ὁ ταπεινός Γέρων: «Ἡ κυριότερη προϋπόθεση ,γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση»21.
Ὁ ἀληθινά ὑγιής ἄνθρωπος μιμεῖται τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν.Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔτσι φανερώνεται: ὅταν οἱ χριστιανοί μιμούμαστε τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὅταν ζοῦμε«κοινοβιακά», μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη· τότε γινόμαστε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι. Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, κοινοβιακή. Τό πρῶτο κοινόβιο, τό πρῶτο μοναστῆρι, μέ Ἡγούμενο τόν Ἴδιο τόν Κύριο, ἦταν ἡ Ἀποστολική ὁμάδα τῶν Δώδεκα. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὑπάρχει στά σημερινά μοναστήρια. Ἐδῶ ὁ τρόπος ζωῆς μιμεῖται τήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Αὐτοί ἐπειδή εἶχαν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, εἶχαν «μία ψυχή καί μία καρδιά». Ἔλεγε ὁ ἐράσμιος καί ἀγαπητικός Γέρων: «Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ ἀπόστολοι μεταξύ τους κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶον. Δηλαδή ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ. Ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι ἄλλοι. «Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4, 32). Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πιό καλά λόγια γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐδῶ ὑπάρχουν»22.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεωρεῖ τόν κάθε πλησίον του «σάρκα ἀπό τήν σάρκα του», διότι τόν ἀγαπᾶ σάν ἄλλον ἑαυτόν- κατά τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»23. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον ὁ χριστιανός βλέπει τόν ἑαυτό του. Ζεῖ τήν ἑνότητα μέ ὅλους γιαυτό καί δέν ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Γέροντας προέτρεπε τά πνευματικά του παιδιά νά βιώνουν κάθε στιγμή τό μυστήριο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»24. Ἔλεγε: «…Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”. Μπορῶ ν΄ ἀδιαφορήσω γι΄αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ΄ αὐτή τήν ἑνότητα.Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος»25.
Ὁ στόχος , ἡ λαχτάρα τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ν’ ἁγιάσει ὅλος ὁ κόσμος.Ὁ Γέροντας ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀληθινῆς, ἀνιδιοτελοῦς καί παγκόσμιας ἀγάπης. Ἀπ’ τό βίωμα του ἔλεγε: «Ἡ λαχτάρα σας πρέπει νά εἶναι πάνω σ’ αὐτό, στό νά ἁγιάσει ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι τοῦ Χριστοῦ. Τότε μπαίνετε στήν Ἐκκλησία, ζεῖτε στή χαρά τοῦ Παραδείσου, στόν Θεό, γιατί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία»26. «Κύριε,» προσευχόταν καί ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «δῶσε Σύ ὁ Ἴδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὅπως ἔδωσες στούς Ἀποστόλους τό Ἅγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καίσ’ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»27.
Ὁ ἀληθινός χριστιανός, ὅπως ἦταν καί ὁ Γέροντας, τούς θέλει ὅλους κοντά του, πονάει γιά ὅλους. «Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός στήν ψυχή μας, ἔλεγε, ἀποκαλύπτοντας τό βίωμά του, τότε ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζεῖ παντοῦ». Γράφει πνευματικό παιδί, τοῦ ἀληθινά θεραπευμένου Γέροντα: «Ὁ Χριστός… ἔκανε τόν σεβάσμιο Γέροντα «νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στό Χριστό».«Ὁ Χριστός εἶναι ἄλλο πρᾶγμα» ἔλεγε ὁ Γέροντας. Καί πάλι: «Ὅταν ἔλθη ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ὅταν ἔλθη στήν ψυχή μας, ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζῆ παντοῦ, ζῆ στ’ ἄστρα, ζῆ στόν κόσμο τόν πνευματικό, ζῆ στό χάος, ζῆ στό σύμπαν…τοῦ μιλᾶνε μέ τό τηλέφωνο στή Νότιο Ἀφρική, στόν Ἰνδικό Ὠκεανό καί μιλάει μ’ αὐτούς καί τούς λέει γιά τό σπίτι τους, γιά τά κορίτσια τους καί τούς λέει γιά τήν οἰκογένειά τους καί αὐτός εἶναι ἐδῶ». Αὐτό εἶναι τό θαυμαστό πού συνέβαινε στόν πατέρα Πορφύριο· ἐνῶ ἦταν ἐδῶ σωματικά, τήν ἴδια ὥρα βρισκόταν πνευματικά ἑκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά καί ἐκεῖ ἔβλεπε καί περιέγραφε πρόσωπα καί καταστάσεις. Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς μποροῦσε νά συμβαίνη αὐτό; Νά βρίσκεται δηλαδή συγχρόνως καί ἐδῶ καί ἐκεῖ; Τήν ἀπάντηση δίνεις ὁ ὅσιος Γέροντας:«Τό θέμα εἶναι, ὥσπου νά ἔρθη ὁ Χριστός μέσα μας νά ζήση, τότε εἶσαι παντοῦ, σύν Χριστῷ»»28.
Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος, ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, ζεῖ τήν ἀληθινή χαρά, πού εἶναι μία «ἐν Χριστῷ μέθη».Ἡ ἀληθινή χαρά, πού ἀναζητοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶναι παρά καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό μέτρο, πού κανείς μετέχει τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Χάρης (ἡ ὁποία στήν Ἁγία Γραφή λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα), ἔχει καί τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραότης͵ ἐγκράτεια»29. Ἡ χαρά, πού γεύεται ὁ ἀληθινός χριστιανός, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον» (Ψαλμ. 22, 5). Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού δίδεται στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ»30 (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
Ἡ διαφύλαξη τῆς πνευματικῆς ὑγείας συνίσταται, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρας, στήν συνεχή προσπάθεια νά μένει ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τόν Χριστό· δηλ. νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν εἶναι «σκέτος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, τότε κυριαρχεῖ ὁ πονηρός ἐπάνω του. «Μή δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»31 λέγει ἡ Γραφή. Δέν πρέπει νά δίνουμε δικαιώματα στόν πονηρό· οὔτε τόν παραμικρό κακό λογισμό δέν πρέπει νά ἀφήνουμε μέσα μας. Διότι αὐτά εἶναι τά «παράθυρα» τοῦ πονηροῦ, διά τῶν ὁποίων εἰσχωρεῖ μέσα μας. Δίδασκε, ὁ ἔμπειρος μαχητής τοῦ διαβόλου: «Νά μή δίνομε στόν διάβολο δικαιώματα. Δηλαδή ἐγώ δέν ἀφήνω οὔτε μία σκέψη μνησικακίας μέσα μου οὔτε μία σκέψη ἐγωισμοῦ, μή βρεῖ παράθυρο ὁ σατανάς. Τό παράθυρο εἶναι τό δικαίωμα. Ὅταν ἀπομακρύνεσαι ἀπ’ τόν Θεό, κινδυνεύεις, γιατί σέ βρίσκει «σκέτον» ὁ σατανάς καί κυριαρχεῖ ἐπάνω σου»32.
Ὅλα τά προβλήματα καί οἱ πειρασμοί, δίδασκε ὁ Γέροντας, ξεπερνιοῦνται μέ τό νά βλέπουμε συνεχῶς πρός τόν Χριστό. Τότε παραμένουμε ὑγιεῖς πνευματικά καί περπατᾶμε πᾶνω στά «κύματα». Δέν πρέπει νά κοιτάζουμε αὐτό, πού μᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζουμε πρός τό Φῶς, τόν Χριστό προσευχόμενοι· ὅπως τό παιδί κοιτάζει τή μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ὅμως, εἶδε πρός τά κύματα καί πρόσεξε τήν σφοδρότητα τοῦ ἀέρα, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Συμβούλευε ὁ Γέροντας: «Ἡ ψυχή σας νά δίδεται στήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιά ὅλες σας τίς ἔγνοιες, γιά ὅλα καί γιά ὅλους. Μήν κοιτάζετε αὐτό πού σᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζετε τό φῶς, τόν Χριστό, ὅπως τό παιδί κοιτάζει τήν μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὅλα νά τά βλέπετε χωρίς ἄγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια, νά εἶναι ν’ ἀτενίσετε πρός τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, θά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τότε ξενοιάζετε καί γίνεσθε ὄργανά Του. Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι» (Κορ. Β΄ 4,8), δέν λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;»33.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ζεῖ ἀπό ἐδῶ τόν Παράδεισο. Ἔχει κάνει σάν κύριο ἔργο τῆς ζωῆς του τήν ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἐκπληρώνει κάθε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον»34. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Παράδεισος, εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Θεία Χάρις ἡ κεκρυμμένη ἐντός τῆς καρδίας μας, ἀπό τήν στιγμή πού βαπτιστήκαμε. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά Τήν ἀνακαλύψει, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, νά Τήν διαφυλάξει καί νά Τήν «ἀξιοποιήσει»· νά Τήν ἔχει ἐνεργό μέσα του , ὥστε Αὐτή, δηλ. τό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς νά τόν ζωογονεί , νά τόν φωτίζει καί νά τόν τρέφει. Ἔργο μας κύριο, εἶναι νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού τό πήραμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλῶς, νά ἐκτελεῖ κάποια τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὁ Χριστός εἶναι. Ἀπό δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο· ὅσοι ἐδῶ στή γῆ ζοῦν τόν Χριστό, ζοῦν τόν Παράδεισο…Ἔργο μας εἶναι νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τό Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στό θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτή τή χαρά θά γνωρισομε τόν Χριστό. Δέν μποροῦμε νά Τόν γνωρίσομε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τό λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1)»35.
Ἡ βίωση στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, μέ τήν Θεία Λατρεία. Ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ἐδῶ ζωή καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ Θεία Λειτουργία μάλιστα, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Διά τοῦτο καί ἀρχίζει μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτί ζοῦμε στόν Παράδεισο, ὅταν λατρεύομε τόν Θεό. Νά πῶς τό δίδασκε ἀκριβῶς: «Μέ τή λατρεία τοῦ Θεοῦ ζεῖς στόν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό δῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος, πού εἶναι στόν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι κι ἐδῶ στή γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα…Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιά τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Πρβλ. Λουκ. 17, 21)»36.
8 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 85-88.
9 Γαλ. 5, 17.
10 Γαλ. 5, 24.
11 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 225 καί 227.
12 Ματθ. 5, 7-8.
13 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 296-297.
14 Ματθ. 6, 33.
15 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 585-586.
16 Ὅ.π. σελ. 199.
17 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-222.
18 Ὅ. π. σελ. 310.
19 Ὅ. π. σελ. 236-237.
20 Μ. Ἀθανασίου, TLG, Work #104 28.1520.42 toWork #104 28.1520.44 «ἡ ἀρετὴ ἀφίπταται δι΄ ὑπεροψίαν͵ κἂν πολλὴν σφοδρότητα ἀσκήσεως λάβῃ».
21 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 207.
22 Ὅ.π. σελ. 205-206.
23Ματθ. 22, 39.
24 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, εἰρηνικά.
25 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 384.
26 Ὅ. π. σελ. 277.
27 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Γ΄ ἔκδοση, 1985, σελ. 398.
28 Γ. Κρουσταλλάκη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ἰχνηλασία, Γ’ ἔκδοση, σελ. 55-56.
29 Γαλ. 5, 22-23.
30 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 213.
31 Ἐφ. 4, 27.
32 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 319.
33 Ὅ.π. σελ. 306.
34Ματθ. 6, 33-34.
35 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 214-215.
36 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 200-201.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου
Β΄.Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καί διδάσκεται ἀπό ὅλα. Ἡ Θεία Χάρις τόν διδάσκει· τόν καθιστᾶ ἀληθινά φιλόσοφο καί σοφό. Τέτοιος ἦταν καί μακαριστός Γέροντας. Τό ἐπιβεβαιώνουν τά ὅσα διηγεῖται:«Μιά μέρα, ἕνα πρωινό ἐπροχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μία χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ’ ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μία γλυκειά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη.Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ’ ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ’ τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Νά ‘χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!
Μοῦ ἦλθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ’ τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τά δοκίμαζα…Καί σκεπτόμουν: «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἄσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί νά ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, γιατί… γιά ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό».
Μόνος μου φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τ’ ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τό Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπ’ αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό δῶ; Ἐδῶ κανείς δέν πλησιάζει. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λέεις, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά του πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά…»… Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ’ ἐνέπνευσε. Σκέφθηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται καί ὄχι κι ἐγώ;» Καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω. Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερα ὅτι ἤμουνα ἐγώ καί τ’ ἄκουγα; Ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ΄ ἀηδονάκια μες στό λόγγο, μές στή ρεματιά πού βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πρᾶγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τό λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό». Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα.
Ὅλα αὐτά τά θεώρησα ὅτι ἦταν τοῦ Θεοῦ ἄγγελοι, δηλαδή πουλάκια πού δοξάζανε τόν Θεό, τόν Πλάστη τῶν ἀπάντων καί δέν τ’ ἄκουγε κανείς. Ναί κρύβονταν, νά μήν τ’ ἀκούει κανείς, πιστέψτε με! Δέν τά ἐνδιέφερε νά τ΄ ἀκοῦνε, ἀλλά ποθοῦσαν μές στή μοναξιά, μές στήν ἡσυχία, μές στήν ἐρημιά, μές στή σιωπή νά τ΄ ἀκούει ποιός ἄλλος; Ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός. Αὐτός πού χάρισε ζωή καί πνοή καί φωνή. Θά ρωτήσετε: «Εἴχανε μυαλό;» Τί νά πῶ, δέν ξέρω ἄν τό ἔκαναν συνειδητά ἤ ὄχι. Δέν ξέρω. Γιατί αὐτά εἶναι πουλάκια. Μπορεῖ τώρα νά εἶναι στή ζωή καί μετά νά μήν ὑπάρχουν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦταν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν τά ξέρουμε αὐτά. Πάντως κρύβονταν, νά μήν ἀκούσει κανείς τή δοξολογία τους. Ἔτσι καί γιά τούς μοναχούς ἡ ζωή ἐκεῖ, στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἄγνωστη. Ζεῖς μέ τόν Γέροντα, τόν ἀγαπάεις. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀσκήσεις, ὅλα γίνονται, ἀλλ’ οὔτε τίς θυμᾶσαι, οὔτε κανείς λέει γιά σένα:«Τί εἶναι αὐτός;» Ζεῖς τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς μέσα σ’ ὅλα καί ζεῖς τόν Θεό, ἐν ᾧ τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται· ἐν τῷ ὁποίῳ καί διά τοῦ ὁποίου…Μπαίνεις μές στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία καί ζεῖς ἐκεῖ ὡς ἄγνωστος. Κι ἐνῶ ἀναλύεσαι γιά τούς συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις ἄγνωστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἴσως ποτέ νά σέ γνωρίσουν»8.
Στόν ὑγιή πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει νικηθεῖ ἡ σάρκα ἀπό τό πνεῦμα.Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία: «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος. Τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται»9 . Ὁ Χριστιανός ὀφείλει «τό χεῖρον ὑποτάξαι τῷ κρείττονι καί τήν σάρκα δουλῶσαι τῷ πνεύματι». Πρέπει νά νεκρώσει τόν παλαιόν ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»10. Στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει ξεπεραστεῖ ἡ φιλαυτία (=ἡ ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα) καί ὁ φόβος τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Ὁ πόνος ἔχει νικηθεῖ μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν νυγεῖ ἡ ψυχή μας, ὅταν τρωθεῖ ἀπό τό θεῖο πόθο, ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μαραίνεται. Ὁ θεῖος πόθος νικάει κάθε πόνο κι ἔτσι κάθε πόνος μεταποιεῖται καί γίνεται ἀγάπη Χριστοῦ. Ἀγαπῆστε τόν Χριστό καί θά σᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ πόνοι θά περάσουν, θά νικηθοῦν, θά μεταποιηθοῦν. Τότε γίνονται ὅλα Χριστός, γίνονται Παράδεισος. Ἀλλά γιά νά ζοῦμε στόν Παράδεισο, πρέπει νά ἀποθάνομε, νά ἀποθάνομε γιά ὅλα, νά εἴμαστε σάν νεκροί. Τότε θά ζοῦμε πραγματικά, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ἄν δέν νεκρωθοῦμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, δέν γίνεται τίποτα…Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Χριστό οἱ ἅγιοι δέν αἰσθανόντουσαν τούς πόνους τῶν μαρτυρίων, ὅσο σκληρά κι ἄν ἦταν. Θυμηθεῖτε τούς τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ· ὑμνοῦντες καί δοξολογοῦντες ἐδροσίζοντο στήν κάμινο τοῦ πυρός. Θυμηθεῖτε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Γεώργιο, τήν Ἁγία Αἰκατερίνα, τήν Ἁγία Βαρβάρα, τήν Ἁγία Παρασκευή, τούς Σαράντα Μάρτυρες μέσα στήν παγωμένη λίμνη»11.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τήν καρδιά του.Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τό αἰσθάνεται ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Γέροντας ἦταν «καθαρός τῇ καρδίᾳ» καί μιλοῦσε ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας. Χωρίς καθαρότητα εἶναι ἀδύνατον νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται σέ μιά ἀκάθαρτη καρδιά. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»12 μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του. Ἔλεγε ὁ κεκαθαρμένος Γέροντας: «Σ’ αὐτούς πού δυσπιστοῦν, ἀμφιβάλλουν κι ἀμφισβητοῦν καί τά σκέπτονται μόνο μέ τή λογική καί δέν εἶναι ἀνοικτοί στόν Θεό, ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται. Σέ κλειδωμένες ψυχές ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται, δέν ἐκβιάζει, δέν παραβιάζει. Ἀντίθετα, σ’ αὐτούς πού ἔχουν πίστη ἁπλή, χωρίς διακυμάνσεις, ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί χαρίζει τό ἄκτιστον φῶς Του. Τό δίδει πλούσια καί στήν ἐδῶ ζωή καί, πολύ περισσότερο, στήν ἄλλη.
Μή νομίζετε, ὅμως, ὅτι ὅλοι ἐδῶ βλέπουν τό ἴδιο καθαρά τό φῶς τῆς ἀληθείας. Καθένας τό βλέπει ἀνάλογα μέ τήν ψυχή του, μέ τό πνεῦμα του, μέ τή μόρφωσή του, μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Καταλάβατε; Βλέπουν, γιά παράδειγμα, πολλοί μία εἰκόνα, ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι ὅσοι τή βλέπουν τά ἴδια συναισθήματα. Ἔτσι εἶναι καί τό θεῖον φῶς. Τό ἀληθινό φῶς δέν λάμπει σ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές τό ἴδιο. Δηλαδή, τό ἴδιο λάμπει ὁ ἥλιος ὁ φυσικός, ἀλλά στό σπίτι πού εἶναι μαῦρα τά τζάμια του, λίγο περνᾶνε ἀπό κεῖ οἱ ἀκτίνες. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό λέω, τό ἴδιο γίνεται μέ τό ἄκτιστον φῶς· εἶναι μαῦρα τά τζάμια μας, δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ μαυρίλα νά περάσει.Ἀκόμη καί στούς ἁγίους μας καί στούς προφῆτες συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Κι αὐτοί ἀκόμη, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά τους, αἰσθάνονταν τό φῶς τό θεῖον»13.
Ὁ στόχος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ Παράδεισος. Παρατηροῦσε ὅμως ὅτι ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου εἶναι στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά νά ὑπάρχει πνευματική ὑγεία. Πράγματι, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅπως προκύπτει ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων μας- πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ψυχοσωματικά ἄνθρωποι- στόχος, σκοπός, ἀπαντοχή, προσδοκία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς ἀντηχεῖ μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»14. Ἔλεγε, στοιχώντας στά λόγια τοῦ Κυρίου, ὁ οὐρανοπολίτης Γέροντας: «Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια. Θά φύγομε. Ἐδῶ κάτω στή γῆ δέν θά μείνομε γιά πάντα. Στόχος μας ἡ αἰώνιος ζωή. Γι’ αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἑτοιμασθοῦμε. Καί τό μυστικό εἶναι ὅτι, ὅταν ἑτοιμασθοῦμε, θά εἴμαστε εὐτυχεῖς, δέν θά φοβόμαστε, ἀλλά θά περιμένουμε μέ χαρά νά πᾶμε στό ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ θά δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Παναγίας μας μαζί μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως πρέπει ν’ ἀρχίσομε ἀπό δῶ νά ζοῦμε δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό. Ἐάν ἀπό δῶ δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ΄μαστε μαζί Του στήν οὐράνια δόξα καί χαρά. Καί θά ζοῦμε ἀπό δῶ τήν αἰώνιο ζωή, ἐάν ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Κάτι σχετικό εἶδα γραμμένο στήν εἴσοδο ἑνός μοναστηριοῦ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔλεγε: «Ἐάν πεθάνεις, πρίν νά πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἐάν πεθάνεις κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, θά ζεῖς στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θάνατος»15.
Γιά τόν ἀληθινό Χριστιανό, τόν θεραπευμένο ὑπαρξιακά ἀπό τήν Θεία Χάρη, διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἄγχος, φοβία. Ὅλα αὐτά τά ἄρρωστα συναισθήματα εἶναι δαιμονικές ἐπήρρειες καί φεύγουν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἐν Χριστῷ, ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ ἀληθινά. Ἔλεγε ὁ ἀληθινά ζῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Γέροντας: «Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί.Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα αὐτό, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό κατορθώσομε, τότε βρισκόμαστε σέ μιά ἄλλη κατάσταση, ζοῦμε μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή. Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει καμιά φοβία. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλασις. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς μή χριστιανούς»16. Εἰδικά γιά τήν ἀπελπισία ἔλεγε ὅτι εἶναι κακό ἡ ἀπελπισία. Ὁ ἀπελπισμένος χάνει τήν προθυμία καί τήν δύναμή του. Ἀντίθετα ὁ πνευματικά ὑγιής εἶναι αὐτός πού πάντα ἐλπίζει καί πάντα ἀνεβαίνει πνευματικά.Ἔλεγε: «Ἔχω τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀλλά ζῶ μέ τήν ἐλπίδα. Εἶναι κακό ν’ ἀπελπίζεσαι, διότι ὁ ἀπελπισμένος πικραίνεται καί χάνει τήν προθυμία καί τή δύναμή του. Ἐνῶ αὐτός πού ἐλπίζει, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός. Ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φτωχός, προσπαθεῖ νά πλουτίσει. Τί κάνει ὁ φτωχός; Ὅταν εἶναι ἔξυπνος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά πλουτίσει. Παρόλο πού νιώθω ἔτσι ἀδύναμος καί δέν ἔχω κατορθώσει αὐτό πού ποθῶ, ἐν τούτοις δέν ἀπελπίζομαι. Μέ παρηγορεῖ, ὅπως σᾶς εἶπα, ὅτι δέν παύω ἀπό τοῦ νά προσπαθῶ διαρκῶς»17.
Ἡ λαχτάρα γιά τόν Χριστό,δίδασκε ὁ Γέροντας, κάνει τήν δύναμη τῆς ψυχῆς νά φεύγει ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά πηγαίνει στόν Χριστό. Ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀδιαφορία. Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού ἔχει «ἀγάπη μέ λαχτάρα» γιά τόν Χριστό. Αὐτή ἡ λαχτάρα κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονήσει τόν ἐχθρό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ξεφεύγει ἀπό τήν δουλεία στά πάθη. Ὁ γέροντας συμβουλεύει νά εἴμαστε εὐγενεῖς, ἀκόμη καί μέ τόν ταλαίπωρο διάβολο. Ἀντί νά τοῦ κάνομε κατά μέτωπο ἐπίθεση, γιά νά τόν τραυματίσομε, ἄς τόν περιφρονήσουμε. Ἄς ἀδιαφορήσουμε καί ἄς δοθοῦμε στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά τί μᾶς διδάσκει: «Ὁ σατανᾶς φτιάχνει τό μηχανισμό τῆς πλάνης. Χωρίς νά τό καταλάβομε ἐμεῖς, ὁ πονηρός φτιάχνει παγίδες. Μέ τή λαχτάρα γιά τόν Χριστό ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς φεύγει ἀπ’ τίς παγίδες καί πάει στόν Χριστό. Ἄλλο πράγμα αὐτό. Πιό εὐγενές. Τό νά μάχεσαι τόν ἐχθρό σου εἶναι μιά προσπάθεια μέ σπρωξίματα καί πίεση. Στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δέν ὑπάρχουν σπρωξίματα. Ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς μεταποιεῖται χωρίς κόπο. Δέν πρέπει ν’ ἀντιδρᾶτε μέ τά ἴδια ὄργανα. Ἀδιαφορῆστε! Αὐτή ἡ ἀδιαφορία πρός τόν ἐχθρό εἶναι μεγάλη τέχνη. Τέχνη τεχνῶν. Γίνεται μόνο μέ τή θεία χάρι. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀναίμακτα καί ἀκοπίαστα. Χωρίς σπρώξιμο καί χωρίς σφίξιμο.
Τί εἴπαμε; Δέν εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πολυμήχανος; Οἱ μηχανισμοί τοῦ διαβόλου εἶναι πονηροί. Τρόμος! Γι’ αὐτό πρέπει κι ἐμεῖς νά φτιάχνομε εὐσεβεῖς μηχανισμούς ἀμύνης, χωρίς πονηρία, γιά νά καταστρέψομε τή δύναμη τῶν δικῶν του παγίδων»18.
Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀνάβει στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς συνεχοῦς πνευματικῆς μελέτης.Ὁ θεῖος ἔρωτας, σύμφωνα καί μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, καλλιεργεῖται μέ τήν μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ. Ἀπ’ αὐτήν του τήν προσωπική πεῖρα δίδασκε τά ἑξῆς: «Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια, γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα θά μπεῖ μετά χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 4, 8). Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε; Ἐγώ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν’ ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτά θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τό θεῖο ἔρωτα»19.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀλήθεια. Γιά νά βρεῖ τήν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, ἐπεσήμαινε ὁ Γέροντας, πρέπει νά εἶναι ταπεινός.Ὁ ἐγωισμός μπερδεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στίς αἱρέσεις. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό δίδασκαν ξεκάθαρα: Ὅσοι διατύπωσαν λανθασμένα δόγματα καί ἔπεσαν σέ πλάνες, ἔπεσαν «δι’ ὑπεροψίαν»20. Ἔλεγε καί ὁ ταπεινός Γέρων: «Ἡ κυριότερη προϋπόθεση ,γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση»21.
Ὁ ἀληθινά ὑγιής ἄνθρωπος μιμεῖται τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν.Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔτσι φανερώνεται: ὅταν οἱ χριστιανοί μιμούμαστε τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὅταν ζοῦμε«κοινοβιακά», μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη· τότε γινόμαστε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι. Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, κοινοβιακή. Τό πρῶτο κοινόβιο, τό πρῶτο μοναστῆρι, μέ Ἡγούμενο τόν Ἴδιο τόν Κύριο, ἦταν ἡ Ἀποστολική ὁμάδα τῶν Δώδεκα. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὑπάρχει στά σημερινά μοναστήρια. Ἐδῶ ὁ τρόπος ζωῆς μιμεῖται τήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Αὐτοί ἐπειδή εἶχαν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, εἶχαν «μία ψυχή καί μία καρδιά». Ἔλεγε ὁ ἐράσμιος καί ἀγαπητικός Γέρων: «Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ ἀπόστολοι μεταξύ τους κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶον. Δηλαδή ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ. Ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι ἄλλοι. «Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4, 32). Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πιό καλά λόγια γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐδῶ ὑπάρχουν»22.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεωρεῖ τόν κάθε πλησίον του «σάρκα ἀπό τήν σάρκα του», διότι τόν ἀγαπᾶ σάν ἄλλον ἑαυτόν- κατά τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»23. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον ὁ χριστιανός βλέπει τόν ἑαυτό του. Ζεῖ τήν ἑνότητα μέ ὅλους γιαυτό καί δέν ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Γέροντας προέτρεπε τά πνευματικά του παιδιά νά βιώνουν κάθε στιγμή τό μυστήριο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»24. Ἔλεγε: «…Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”. Μπορῶ ν΄ ἀδιαφορήσω γι΄αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ΄ αὐτή τήν ἑνότητα.Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος»25.
Ὁ στόχος , ἡ λαχτάρα τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ν’ ἁγιάσει ὅλος ὁ κόσμος.Ὁ Γέροντας ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀληθινῆς, ἀνιδιοτελοῦς καί παγκόσμιας ἀγάπης. Ἀπ’ τό βίωμα του ἔλεγε: «Ἡ λαχτάρα σας πρέπει νά εἶναι πάνω σ’ αὐτό, στό νά ἁγιάσει ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι τοῦ Χριστοῦ. Τότε μπαίνετε στήν Ἐκκλησία, ζεῖτε στή χαρά τοῦ Παραδείσου, στόν Θεό, γιατί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία»26. «Κύριε,» προσευχόταν καί ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «δῶσε Σύ ὁ Ἴδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὅπως ἔδωσες στούς Ἀποστόλους τό Ἅγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καίσ’ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»27.
Ὁ ἀληθινός χριστιανός, ὅπως ἦταν καί ὁ Γέροντας, τούς θέλει ὅλους κοντά του, πονάει γιά ὅλους. «Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός στήν ψυχή μας, ἔλεγε, ἀποκαλύπτοντας τό βίωμά του, τότε ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζεῖ παντοῦ». Γράφει πνευματικό παιδί, τοῦ ἀληθινά θεραπευμένου Γέροντα: «Ὁ Χριστός… ἔκανε τόν σεβάσμιο Γέροντα «νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στό Χριστό».«Ὁ Χριστός εἶναι ἄλλο πρᾶγμα» ἔλεγε ὁ Γέροντας. Καί πάλι: «Ὅταν ἔλθη ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ὅταν ἔλθη στήν ψυχή μας, ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζῆ παντοῦ, ζῆ στ’ ἄστρα, ζῆ στόν κόσμο τόν πνευματικό, ζῆ στό χάος, ζῆ στό σύμπαν…τοῦ μιλᾶνε μέ τό τηλέφωνο στή Νότιο Ἀφρική, στόν Ἰνδικό Ὠκεανό καί μιλάει μ’ αὐτούς καί τούς λέει γιά τό σπίτι τους, γιά τά κορίτσια τους καί τούς λέει γιά τήν οἰκογένειά τους καί αὐτός εἶναι ἐδῶ». Αὐτό εἶναι τό θαυμαστό πού συνέβαινε στόν πατέρα Πορφύριο· ἐνῶ ἦταν ἐδῶ σωματικά, τήν ἴδια ὥρα βρισκόταν πνευματικά ἑκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά καί ἐκεῖ ἔβλεπε καί περιέγραφε πρόσωπα καί καταστάσεις. Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς μποροῦσε νά συμβαίνη αὐτό; Νά βρίσκεται δηλαδή συγχρόνως καί ἐδῶ καί ἐκεῖ; Τήν ἀπάντηση δίνεις ὁ ὅσιος Γέροντας:«Τό θέμα εἶναι, ὥσπου νά ἔρθη ὁ Χριστός μέσα μας νά ζήση, τότε εἶσαι παντοῦ, σύν Χριστῷ»»28.
Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος, ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, ζεῖ τήν ἀληθινή χαρά, πού εἶναι μία «ἐν Χριστῷ μέθη».Ἡ ἀληθινή χαρά, πού ἀναζητοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶναι παρά καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό μέτρο, πού κανείς μετέχει τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Χάρης (ἡ ὁποία στήν Ἁγία Γραφή λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα), ἔχει καί τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραότης͵ ἐγκράτεια»29. Ἡ χαρά, πού γεύεται ὁ ἀληθινός χριστιανός, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον» (Ψαλμ. 22, 5). Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού δίδεται στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ»30 (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
Ἡ διαφύλαξη τῆς πνευματικῆς ὑγείας συνίσταται, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρας, στήν συνεχή προσπάθεια νά μένει ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τόν Χριστό· δηλ. νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν εἶναι «σκέτος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, τότε κυριαρχεῖ ὁ πονηρός ἐπάνω του. «Μή δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»31 λέγει ἡ Γραφή. Δέν πρέπει νά δίνουμε δικαιώματα στόν πονηρό· οὔτε τόν παραμικρό κακό λογισμό δέν πρέπει νά ἀφήνουμε μέσα μας. Διότι αὐτά εἶναι τά «παράθυρα» τοῦ πονηροῦ, διά τῶν ὁποίων εἰσχωρεῖ μέσα μας. Δίδασκε, ὁ ἔμπειρος μαχητής τοῦ διαβόλου: «Νά μή δίνομε στόν διάβολο δικαιώματα. Δηλαδή ἐγώ δέν ἀφήνω οὔτε μία σκέψη μνησικακίας μέσα μου οὔτε μία σκέψη ἐγωισμοῦ, μή βρεῖ παράθυρο ὁ σατανάς. Τό παράθυρο εἶναι τό δικαίωμα. Ὅταν ἀπομακρύνεσαι ἀπ’ τόν Θεό, κινδυνεύεις, γιατί σέ βρίσκει «σκέτον» ὁ σατανάς καί κυριαρχεῖ ἐπάνω σου»32.
Ὅλα τά προβλήματα καί οἱ πειρασμοί, δίδασκε ὁ Γέροντας, ξεπερνιοῦνται μέ τό νά βλέπουμε συνεχῶς πρός τόν Χριστό. Τότε παραμένουμε ὑγιεῖς πνευματικά καί περπατᾶμε πᾶνω στά «κύματα». Δέν πρέπει νά κοιτάζουμε αὐτό, πού μᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζουμε πρός τό Φῶς, τόν Χριστό προσευχόμενοι· ὅπως τό παιδί κοιτάζει τή μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ὅμως, εἶδε πρός τά κύματα καί πρόσεξε τήν σφοδρότητα τοῦ ἀέρα, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Συμβούλευε ὁ Γέροντας: «Ἡ ψυχή σας νά δίδεται στήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιά ὅλες σας τίς ἔγνοιες, γιά ὅλα καί γιά ὅλους. Μήν κοιτάζετε αὐτό πού σᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζετε τό φῶς, τόν Χριστό, ὅπως τό παιδί κοιτάζει τήν μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὅλα νά τά βλέπετε χωρίς ἄγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια, νά εἶναι ν’ ἀτενίσετε πρός τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, θά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τότε ξενοιάζετε καί γίνεσθε ὄργανά Του. Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι» (Κορ. Β΄ 4,8), δέν λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;»33.
Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ζεῖ ἀπό ἐδῶ τόν Παράδεισο. Ἔχει κάνει σάν κύριο ἔργο τῆς ζωῆς του τήν ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἐκπληρώνει κάθε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον»34. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Παράδεισος, εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Θεία Χάρις ἡ κεκρυμμένη ἐντός τῆς καρδίας μας, ἀπό τήν στιγμή πού βαπτιστήκαμε. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά Τήν ἀνακαλύψει, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, νά Τήν διαφυλάξει καί νά Τήν «ἀξιοποιήσει»· νά Τήν ἔχει ἐνεργό μέσα του , ὥστε Αὐτή, δηλ. τό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς νά τόν ζωογονεί , νά τόν φωτίζει καί νά τόν τρέφει. Ἔργο μας κύριο, εἶναι νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού τό πήραμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλῶς, νά ἐκτελεῖ κάποια τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὁ Χριστός εἶναι. Ἀπό δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο· ὅσοι ἐδῶ στή γῆ ζοῦν τόν Χριστό, ζοῦν τόν Παράδεισο…Ἔργο μας εἶναι νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τό Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στό θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτή τή χαρά θά γνωρισομε τόν Χριστό. Δέν μποροῦμε νά Τόν γνωρίσομε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τό λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1)»35.
Ἡ βίωση στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, μέ τήν Θεία Λατρεία. Ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ἐδῶ ζωή καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ Θεία Λειτουργία μάλιστα, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Διά τοῦτο καί ἀρχίζει μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτί ζοῦμε στόν Παράδεισο, ὅταν λατρεύομε τόν Θεό. Νά πῶς τό δίδασκε ἀκριβῶς: «Μέ τή λατρεία τοῦ Θεοῦ ζεῖς στόν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό δῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος, πού εἶναι στόν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι κι ἐδῶ στή γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα…Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιά τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Πρβλ. Λουκ. 17, 21)»36.
8 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 85-88.
9 Γαλ. 5, 17.
10 Γαλ. 5, 24.
11 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 225 καί 227.
12 Ματθ. 5, 7-8.
13 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 296-297.
14 Ματθ. 6, 33.
15 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 585-586.
16 Ὅ.π. σελ. 199.
17 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-222.
18 Ὅ. π. σελ. 310.
19 Ὅ. π. σελ. 236-237.
20 Μ. Ἀθανασίου, TLG, Work #104 28.1520.42 toWork #104 28.1520.44 «ἡ ἀρετὴ ἀφίπταται δι΄ ὑπεροψίαν͵ κἂν πολλὴν σφοδρότητα ἀσκήσεως λάβῃ».
21 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 207.
22 Ὅ.π. σελ. 205-206.
23Ματθ. 22, 39.
24 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, εἰρηνικά.
25 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 384.
26 Ὅ. π. σελ. 277.
27 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Γ΄ ἔκδοση, 1985, σελ. 398.
28 Γ. Κρουσταλλάκη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ἰχνηλασία, Γ’ ἔκδοση, σελ. 55-56.
29 Γαλ. 5, 22-23.
30 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 213.
31 Ἐφ. 4, 27.
32 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 319.
33 Ὅ.π. σελ. 306.
34Ματθ. 6, 33-34.
35 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 214-215.
36 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 200-201.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου