Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀγαποῦσε πολύ ὄχι μόνον τόν Θεό ἀλλά καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ὁ ἐράσμιος ἄνθρωπος (ὁ ἄνθρωπος τῆς διπλῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί πρός τό συνάνθρωπο). Εἶχε ἀγάπη μέχρις αὐτοθυσίας γιά τούς ἀνθρώπους). Στόν ἅγιο Χαράλαμπο στήν Εὔβοια, διηγεῖται ὁ Γέροντας, ὅτι ἐξομολογοῦσε ἀσταμάτητα νύκτα μέρα. Ἀργότερα ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς ἱερέας τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γερασίμου, συνέχισε τή θυσιαστική ζωή, ὑπηρετώντας τούς ἀσθενεῖς. Ὁ Γέροντας ἀγάπησε, καί γι’ αὐτό γνώρισε ὅσο εἶναι δυνατό τόν Θεό. Ἀνήκει στούς «διαβεβηκότας εἰς θεωρίαν».
Ἡ ἀγάπη ὅμως στόν Χριστό εἶναι ταυτόχρονα καί ἀγάπη στόν πλησίον.Ὁ τετρωμένος ὑπό θείου ἔρωτος Γέροντας ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ τούς πάντες καί τά πάντα. Ἡ ἀγάπη του εἶναι «ἔμπονη», θυσιαστική, κενωτική, ἀνιδιοτελής, τελεία. Μιλώντας στά πνευματικά του παιδιά ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι κι’ ἀγάπη στόν πλησίον. Εἶναι ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς. Οἱ δύο ἐντολές, τά δύο σκέλη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό (κατακόρυφο σκέλος) καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον (ὁριζόντιο σκέλος) εἶναι οὐσιαστικά μία, κατά τό Κυριακόν λόγιον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη καί πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ, ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[i] .
Ὅταν κανείς ἀγαπάει τόν Χριστό, ἀγαπάει συγχρόνως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ρωτᾶ ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης του ἤ ἀκόμη ἄν τήν ἀποδεχονται ἤ τήν ἀπορρίπτουν. Ἡ Χριστιανική ἀγάπη ἔχει μερικά βασικά καί ἀναφαίρετα χαρακτηριστικά, πού τήν τοποθετοῦν στήν κορυφή κάθε ἄλλης μορφῆς «ἀγάπης». Εἶναι ἀγάπη ἀνιδιοτελής, θυσιαστική, κενωτική, χωρίς νά βάζει ὅρια, καί χωρίς νά κάνει διακρίσεις· εἶναι ἀγάπη πού δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση, οὔτε τήν ἀποδοχή, οὔτε τήν ἀνταπόκριση, οὔτε τόν ἔπαινο, οὔτε τήν ἀναγνώριση. Ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας ἀπόλυτα τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν ἀγάπη ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, πού μᾶς ἔχει προσλάβει ὅλους στόν Ἑαυτό του… Ὅταν θέλεις νά συναντήσεις τόν Χριστό, θά Τόν βρεῖς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐδῶ εἶναι ἑνωμένη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖς μέ τόν Χριστό καί νά μήν τά ἔχεις καλά μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[ii].
Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγανακτεῖ μέ τό συνάνθρωπό του ἀλλά νά στέλνει πάντα τήν ἀγαθή του διάθεση. Μᾶς τόνιζε ὁ Γέροντας νά ἔχουμε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη, γιά νά βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὅταν κυριεύεται ἀπό τό κακό. Νά μήν λέμε λόγια γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἴμαστε ἐλεήμονες καί νά τόν συγχωροῦμε. Νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς βλάσφημους, ἀλλά νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Σ’ αὐτούς, πού μᾶς κουράζουν καί μᾶς δυσκολεύουν, νά προσφέρουμε τήν ἀκραιφνή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σιωποῦμε.
Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ σιωπή, «ἀκτινοβολεῖ» στόν πλησίον» ἕλεγε ὁ Γέροντας.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε ἀλλά νά διορθώνουμε τό κακό. «Ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά καταδικάζουμε τό κακό, ἀλλά νά τό διορθώνουμε. Μέ τήν καταδίκη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά χαθεῖ, μέ τήν κατανόηση καί βοήθεια θά σωθεῖ. Τόν ἁμαρτωλό πρέπει νά τόν ἀντικρίζουμε μέ ἀγάπη καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία του…»[iii]. Τόνιζε ἐπίσης ὅτι τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς κακές σκέψεις. «Ὅταν πικραίνεσαι καί ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μέ τή σκέψη, χαλᾶς τῆς πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐνεργήσει, καί ἐπιτρέπεις στό διάβολο νά μεγαλώσει τό κακό. Ἐσύ πάντοτε νά προσεύχεσαι, νά ἀγαπᾶς καί συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπό μέσα σου κάθε κακό λογισμό»[iv].
Ὁ χριστιανός πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς ἀδελφούς του, πού δέν εἶναι ἐνεργά, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί δραστηριοποιεῖται ἱεραποστολικά. Ὁ Γέροντας τό τόνιζε ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν, ἀλλά ἐπισήμαινε ὅτι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα, τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὅπως ὁ Χριστός στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπο καί χτυπάει χωρίς ὅμως νά τήν παραβιάζει ἀλλά περιμένει τήν κάθε ψυχή νά Τοῦ ἀνοίξει μόνη της ἐλεύθερα, ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή. Στήν ἱεραποστολική προσπάθεια τόνιζε, ὅτι, ἔχει σημασία ὁ λεπτός μας τρόπος. Τόν κυριώτερο ρόλο παίζει ἡ προσευχή καί ἡ ζωή μας, καί όχι τόσο τά λόγια, πού μπορεῖ νά μένουν ἄκαρπα. Δέν πρέπει, ἐπισήμαινε, νά ὑπάρχει φανατισμός, ἀλλά σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου καθώς καί ἀγάπη. Νά τιμᾶτε, ἔλεγε, τούς πάντες ἀνεξάρτητα ἀπό τό σέ ποιό θρήσκευμα ἀνήκουν, ἀφού εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀγαπημένου μας Χριστοῦ. Μία ἄλλη σύγχρονη ὁσιακή μορφή, ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, συνομιλοῦσε «ἄνετα» μέ βουδιστές, βραχμάνους, καί ἑβραίους, ἄν καί παρεξηγῆτο. Ἔβλεπε στό πρόσωπό τους τόν Χριστό, τό «κατ’ εἰκόνα», πού ὑπάρχει στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτως θρησκείας. Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν κατά Θεόν ζῆλο. Ὁ ἀληθινά ζηλωτής εἶναι αὐτός, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλῆ ἀγάπη, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή ἡ ἀγάπη, πού διακηρύσσουν ὅτι ἔχουν κάποιοι, εἴτε πρός τούς ἀνθρώους, εἴτε πρός τόν Θεό. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα διπλῆ, ἔχει δύο σκέλη: ἕνα κάθετο (ἀγάπη πρός τόν Θεό) καί ἕνα ὁριζόντιο (ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο). Ἐπίσης ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα εὐγενική, λεπτή, ἀνιδιοτελής, χωρίς ὅρια, θυσιαστική, χωρίς διακρίσεις. Οἱ ἅγιοι δέν κάνουν διάκριση, ἀλλά ἀγαποῦν τούς πάντες καί μάλιστα ἐξ’ ἴσου. Αὐτήν τήν ἀγάπη τή γνήσια δίδασκε ὁ Γέροντας.
Διά τοῦτο δέν πιέζε τούς ἄλλους νά γίνουν καλοί, ἀλλά προσευχόταν μυστικά γι’ αὐτούς χωρίς νά τούς κατακρίνει. Συμβούλευε νά κάνουμε προσευχή γιά νά καταστήσουμε τούς ἄλλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή καί τήν ἀφοσίωσή μας στόν Θεό, ἔλεγε, νά ενεργήσει ἡ χάρις Του καί στίς ταλαιπωρημένες ψυχές πού δέν Τόν ἀγαποῦν.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα. Οἱ ψυχές πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά λάθη τους, ἑλκύουν πολύ τή εὐσπλαχνία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σιωποῦμε, νά ἀνεχόμαστε καί κυρίως νά προευχόμαστε, ζῶντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὠφελοῦμε μυστικά τούς ἄλλους. Ὁ Θεός μέ τήν χάρη Του καθαρίζει τό νοῦ τους καί τούς βεβαιώνει ὅτι τούς ἀγαπᾶ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, τότε ἡ ψυχή του «ἀνοίγει», λουλουδίζει. Τότε ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό θεῖο ἔρωτα, διότι, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευχεν ἡ Χάρις».
Ὁ ἄλλος κατά κανόνα δέν προσέχει τό λόγια μας, ἀλλά «εἰσπράττει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐκπέμπουμε». Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀκτινοβολοῦμε ὡς «κάτοπτρα» στούς ἄλλους. Ὅσο καθαρότερα κάτοπτρα εἴμαστε, τόσο περισσότερο ζοῦμε «ἐν Χριστῷ». Ὅσο περισσότερο βιώνουμε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», τόσο καλλίτερα βεβαιώνουμε καί τούς ἄλλους ὅτι ὁ Θεός τούς ἀγαπᾶ. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα καί γι’ αὐτούς νά μεταστραφοῦν, ἀκόμη δέ καί νά μᾶς ξεπεράσουν. Ὅσο δυναμικά – ἐνεργητικά ἦταν δοσμένοι στήν ἁμαρτία, τόσο τώρα, μέ τόν ἀνάλογο δυναμισμό, προχωροῦν πρός τόν Θεό.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή εἰκόνας: Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ
Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ Θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν Γέροντα Πορφύριο
Ἡ ἀγάπη ὅμως στόν Χριστό εἶναι ταυτόχρονα καί ἀγάπη στόν πλησίον.Ὁ τετρωμένος ὑπό θείου ἔρωτος Γέροντας ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ τούς πάντες καί τά πάντα. Ἡ ἀγάπη του εἶναι «ἔμπονη», θυσιαστική, κενωτική, ἀνιδιοτελής, τελεία. Μιλώντας στά πνευματικά του παιδιά ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι κι’ ἀγάπη στόν πλησίον. Εἶναι ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς. Οἱ δύο ἐντολές, τά δύο σκέλη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό (κατακόρυφο σκέλος) καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον (ὁριζόντιο σκέλος) εἶναι οὐσιαστικά μία, κατά τό Κυριακόν λόγιον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη καί πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ, ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[i] .
Ὅταν κανείς ἀγαπάει τόν Χριστό, ἀγαπάει συγχρόνως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ρωτᾶ ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης του ἤ ἀκόμη ἄν τήν ἀποδεχονται ἤ τήν ἀπορρίπτουν. Ἡ Χριστιανική ἀγάπη ἔχει μερικά βασικά καί ἀναφαίρετα χαρακτηριστικά, πού τήν τοποθετοῦν στήν κορυφή κάθε ἄλλης μορφῆς «ἀγάπης». Εἶναι ἀγάπη ἀνιδιοτελής, θυσιαστική, κενωτική, χωρίς νά βάζει ὅρια, καί χωρίς νά κάνει διακρίσεις· εἶναι ἀγάπη πού δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση, οὔτε τήν ἀποδοχή, οὔτε τήν ἀνταπόκριση, οὔτε τόν ἔπαινο, οὔτε τήν ἀναγνώριση. Ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας ἀπόλυτα τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν ἀγάπη ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, πού μᾶς ἔχει προσλάβει ὅλους στόν Ἑαυτό του… Ὅταν θέλεις νά συναντήσεις τόν Χριστό, θά Τόν βρεῖς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐδῶ εἶναι ἑνωμένη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖς μέ τόν Χριστό καί νά μήν τά ἔχεις καλά μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[ii].
Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγανακτεῖ μέ τό συνάνθρωπό του ἀλλά νά στέλνει πάντα τήν ἀγαθή του διάθεση. Μᾶς τόνιζε ὁ Γέροντας νά ἔχουμε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη, γιά νά βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὅταν κυριεύεται ἀπό τό κακό. Νά μήν λέμε λόγια γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἴμαστε ἐλεήμονες καί νά τόν συγχωροῦμε. Νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς βλάσφημους, ἀλλά νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Σ’ αὐτούς, πού μᾶς κουράζουν καί μᾶς δυσκολεύουν, νά προσφέρουμε τήν ἀκραιφνή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σιωποῦμε.
Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ σιωπή, «ἀκτινοβολεῖ» στόν πλησίον» ἕλεγε ὁ Γέροντας.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε ἀλλά νά διορθώνουμε τό κακό. «Ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά καταδικάζουμε τό κακό, ἀλλά νά τό διορθώνουμε. Μέ τήν καταδίκη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά χαθεῖ, μέ τήν κατανόηση καί βοήθεια θά σωθεῖ. Τόν ἁμαρτωλό πρέπει νά τόν ἀντικρίζουμε μέ ἀγάπη καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία του…»[iii]. Τόνιζε ἐπίσης ὅτι τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς κακές σκέψεις. «Ὅταν πικραίνεσαι καί ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μέ τή σκέψη, χαλᾶς τῆς πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐνεργήσει, καί ἐπιτρέπεις στό διάβολο νά μεγαλώσει τό κακό. Ἐσύ πάντοτε νά προσεύχεσαι, νά ἀγαπᾶς καί συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπό μέσα σου κάθε κακό λογισμό»[iv].
Ὁ χριστιανός πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς ἀδελφούς του, πού δέν εἶναι ἐνεργά, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί δραστηριοποιεῖται ἱεραποστολικά. Ὁ Γέροντας τό τόνιζε ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν, ἀλλά ἐπισήμαινε ὅτι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα, τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὅπως ὁ Χριστός στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπο καί χτυπάει χωρίς ὅμως νά τήν παραβιάζει ἀλλά περιμένει τήν κάθε ψυχή νά Τοῦ ἀνοίξει μόνη της ἐλεύθερα, ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή. Στήν ἱεραποστολική προσπάθεια τόνιζε, ὅτι, ἔχει σημασία ὁ λεπτός μας τρόπος. Τόν κυριώτερο ρόλο παίζει ἡ προσευχή καί ἡ ζωή μας, καί όχι τόσο τά λόγια, πού μπορεῖ νά μένουν ἄκαρπα. Δέν πρέπει, ἐπισήμαινε, νά ὑπάρχει φανατισμός, ἀλλά σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου καθώς καί ἀγάπη. Νά τιμᾶτε, ἔλεγε, τούς πάντες ἀνεξάρτητα ἀπό τό σέ ποιό θρήσκευμα ἀνήκουν, ἀφού εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀγαπημένου μας Χριστοῦ. Μία ἄλλη σύγχρονη ὁσιακή μορφή, ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, συνομιλοῦσε «ἄνετα» μέ βουδιστές, βραχμάνους, καί ἑβραίους, ἄν καί παρεξηγῆτο. Ἔβλεπε στό πρόσωπό τους τόν Χριστό, τό «κατ’ εἰκόνα», πού ὑπάρχει στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτως θρησκείας. Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν κατά Θεόν ζῆλο. Ὁ ἀληθινά ζηλωτής εἶναι αὐτός, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλῆ ἀγάπη, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή ἡ ἀγάπη, πού διακηρύσσουν ὅτι ἔχουν κάποιοι, εἴτε πρός τούς ἀνθρώους, εἴτε πρός τόν Θεό. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα διπλῆ, ἔχει δύο σκέλη: ἕνα κάθετο (ἀγάπη πρός τόν Θεό) καί ἕνα ὁριζόντιο (ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο). Ἐπίσης ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα εὐγενική, λεπτή, ἀνιδιοτελής, χωρίς ὅρια, θυσιαστική, χωρίς διακρίσεις. Οἱ ἅγιοι δέν κάνουν διάκριση, ἀλλά ἀγαποῦν τούς πάντες καί μάλιστα ἐξ’ ἴσου. Αὐτήν τήν ἀγάπη τή γνήσια δίδασκε ὁ Γέροντας.
Διά τοῦτο δέν πιέζε τούς ἄλλους νά γίνουν καλοί, ἀλλά προσευχόταν μυστικά γι’ αὐτούς χωρίς νά τούς κατακρίνει. Συμβούλευε νά κάνουμε προσευχή γιά νά καταστήσουμε τούς ἄλλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή καί τήν ἀφοσίωσή μας στόν Θεό, ἔλεγε, νά ενεργήσει ἡ χάρις Του καί στίς ταλαιπωρημένες ψυχές πού δέν Τόν ἀγαποῦν.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα. Οἱ ψυχές πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά λάθη τους, ἑλκύουν πολύ τή εὐσπλαχνία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σιωποῦμε, νά ἀνεχόμαστε καί κυρίως νά προευχόμαστε, ζῶντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὠφελοῦμε μυστικά τούς ἄλλους. Ὁ Θεός μέ τήν χάρη Του καθαρίζει τό νοῦ τους καί τούς βεβαιώνει ὅτι τούς ἀγαπᾶ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, τότε ἡ ψυχή του «ἀνοίγει», λουλουδίζει. Τότε ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό θεῖο ἔρωτα, διότι, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευχεν ἡ Χάρις».
Ὁ ἄλλος κατά κανόνα δέν προσέχει τό λόγια μας, ἀλλά «εἰσπράττει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐκπέμπουμε». Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀκτινοβολοῦμε ὡς «κάτοπτρα» στούς ἄλλους. Ὅσο καθαρότερα κάτοπτρα εἴμαστε, τόσο περισσότερο ζοῦμε «ἐν Χριστῷ». Ὅσο περισσότερο βιώνουμε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», τόσο καλλίτερα βεβαιώνουμε καί τούς ἄλλους ὅτι ὁ Θεός τούς ἀγαπᾶ. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα καί γι’ αὐτούς νά μεταστραφοῦν, ἀκόμη δέ καί νά μᾶς ξεπεράσουν. Ὅσο δυναμικά – ἐνεργητικά ἦταν δοσμένοι στήν ἁμαρτία, τόσο τώρα, μέ τόν ἀνάλογο δυναμισμό, προχωροῦν πρός τόν Θεό.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή εἰκόνας: Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ
Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ Θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν Γέροντα Πορφύριο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου