Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Γέροντος Έφραίμ Άγιορείτου Αντιμετώπιση των πειρασμών

Πατέρες μου,

Κάθε άνθρωπος, κάθε Χριστιανός Ορθόδοξος προ­σέρχεται στον Θεό και Τον πλησιάζει, αφού πρώτα δοκιμαστή δια «πυρός καί ύδατος». Εάν δεν πέραση ό Χριστιανός από καμίνι, στην αναψυχή δεν έρχεται. Γι’ αυτό ό καλός Θεός, ό όποιος «ετάζει καρδίας καί νε­φρούς» (Ψαλμ. 7, 9) γνωρίζει πολύ καλά τι κρύβει ό καθένας μας μέσα στο βάθος της καρδιάς του από πλευράς εμπάθειας, από πλευράς χαρισμάτων καί προθέσεων καί ανάλογα επεμβαίνει, συνήθως με πικρά φάρμακα πολλές φορές καί με σταύρωση πραγματική, προκειμένου να μας ανόρθωση ψυχικά, να μας κάνη ψυχικά υγιείς και άξίους, για να περάσουμε εύκολα τα τελώνια καί να φθάσουμε στον Θρόνο της Χάριτος. Σαν καλός Πατέρας, για να δώσει την πραγματική υιοθεσία στο παιδί Του καί να γίνει κληρονόμος Θεού καί συγκληρονόμος Χριστού, θα το πέραση από το καμίνι της σκληράς δοκιμής. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, όλοι θα περάσουν από δοκιμα­σία, ανάλογα με την κρίση του Θεού.

Ξεσηκώνει ό Θεός έναν πόλεμο καί δη σε μας τους μοναχούς. Επιτρέπει στον δαίμονα καί μας βάζει στη μάχη, αλλά δεν μας αφήνει χωρίς Χάρι. Συγχρόνως έρ­χεται καί συμπαραστέκεται αοράτος καί δυναμώνει την ψυχή, φωτίζει τον άνθρωπο, του διδάσκει τον πόλεμο κι έτσι δίνει τη μάχη. Εκεί ή θα στεφανωθεί ή θα ήττηθή.

Ό ύπ’ αριθμόν «ένα» πόλεμος είναι ό σαρκικός. ‘Αρχίζει από την νεότητα. Επιτρέπει στον δαίμονα της πορ­νείας, να πολεμήση τον άνθρωπο με πόλεμο, πού ενδεχο­μένως έξω στον κόσμο του ήταν άγνωστος, δηλαδή μπο­ρεί έξω να ήταν ή ζωή του καθαρή, να μην έμπλεξε με την αμαρτία καί να ήταν σε ομαλή κατάσταση. Ήξερε ό Θεός ότι έξω στον κόσμο, εάν επέτρεπε στον δαίμονα αυτόν να τον πειράξει, δεν επρόκειτο να τα βγάλει πέρα ό άνθρωπος. Τον φωτίζει, του δίνει την προκαταρκτική χάρι, του δίνει τον ενθουσιασμό, του δίνει την θέληση, την δύναμη, αποτάσσεται τον κόσμο καί έρχεται εδώ. Μπαίνει στο πεδίον της μάχης καί κατόπιν εξαπολύει τον δαίμονα της πορνείας. Του λέει: «Πολέμησε τώρα». Καί έρχεται ό μοναχός καί λέει: «Πώς εγώ δεν είχα αυ­τόν τον πόλεμο; Πώς θα απαλλαγώ τώρα;». Ή του δίνει άλλου είδους πόλεμο καί νοιώθει ότι έγινε χειρότερος ε­δώ, πού είναι στο Μοναστήρι, ενώ στον κόσμο δεν είχε πόλεμο, δεν είχε τόσους πειρασμούς. Του λέει ό λογι­σμός ότι ήταν καλύτερα εκεί παρά εδώ. Κι όμως δεν εί­ναι έτσι. Εδώ εξαπέλυσε τον δαίμονα, εδώ τον άφησε ε­λεύθερο να σε πολεμήση. Γιατί; Για να ανάδειξη μάρτυ­ρα, αγωνιστή και δικαιωματικά να πάρεις το στεφάνι. Γι’ αυτό λέγεται ότι, αν ήξεραν οί άνθρωποι ότι ο μοναχός έχει πολλούς πειρασμούς, δεν θα γινόντουσαν μοναχοί. Άλ­λα καί τανάπαλιν, εάν ήξεραν την δόξα των μοναχών στον άλλο κόσμο, όλοι τους θα γινόντουσαν μοναχοί.

Κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ό Θεός δεν θέλει για την άλλη ζωή «βόδια», άμυαλους, απείραχτους, άσοφους, αλλά σοφούς όχι σοφούς κατά την κοσμική έν­νοια, αλλά σοφούς στον πόλεμο κατά του δαίμονος, κα­τά του κόσμου καί κατά του εαυτού τους. Ό άνθρωπος πρέπει να γίνει αγωνιστής καί πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο τον περίπλοκο γίνεται σοφός καί πτυχιούχος πλέον της κατά Θεόν σοφίας, διότι μαθαίνει την τέχνη των τεχνών καί την επιστήμη των επιστημών. Έτσι ανεβαίνει καί γίνεται κληρονόμος. Ποίας βασιλείας; Όχι επιγείου, όχι φθειρόμενης αλλά της αιωνίου άφθαρτου Βασιλείας.

Βλέπεις απλούς ανθρώπους, καί κατά τα χρόνια των Πατέρων, πού δεν έβγαζαν πανεπιστήμια καί σχολές ό Μέγας Αντώνιος, πού δεν ήξερε να διάβαση, ήταν ό τα­λαντούχος καί πτυχιούχος πνευματικός καί πήρε την πρώτη θέση μεταξύ των ασκητών, γιατί έγινε κατά Θεόν σοφός. Για να γίνουμε, λοιπόν, πτυχιούχοι του Θεού, πρέπει να δώσουμε ποικίλες μάχες, να πάρουμε πολλά μαθήματα. Όπως τα παιδιά στο σχολείο έχουν πολλά μαθήματα καί μαθηματικά καί χημεία καί φυσική κ.ά., καί σε όλα πρέπει να δώσουν την μάχη των εξετάσεων, για να περάσουν, έτσι κι εμείς δίνουμε εξετάσεις ό καθέ­νας μας εις το

πώς θα πάρη το πτυχίο καί τον καλό βαθ­μό.

Εμείς οι μοναχοί δεν θέλουμε φιλοσοφίες κοσμικές, δεν θέλουμε διδάγματα. Θέλουμε σαν μοναχοί να γνωρί­σουμε τον πόλεμο πού έχουμε να κάνουμε. Το θέμα είναι πώς θα πολεμήσουμε τους λογισμούς, την φαντασία, τίς εικόνες καί πώς θα τηρήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα το Ιερόν Εύαγγέλιον. Ερχόμαστε εδώ. Ή σάρκα έχει την ανάγκη της τροφής, την ανάγκη του ύπνου, την ανάγκη του ενδύματος.

Κοντά σ’ αυτά έχει καί την φυσική περίπτωση της αυξήσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως την έχουν καί όλα τα ζώα «Αυξάνεστε καί πληθύνεσθε», λέγει ή Γρα­φή. Έτσι ξεσηκώνεται ή φύσις καί ζητεί τα εαυτής, ζη­τά τα δικά της, την ικανοποίηση της. Ό πόλεμος είναι φυσικός. Είναι σπαρμένος μέσα στην φύση το πάθος. Έρχεται κι ό δαίμονας από την άλλη καί σκληρύνει το πράγμα. Καί μπαίνει τιμονιέρης στην σκέψη, στην φα­ντασία, μας φέρνει εικόνες, εξωθεί την κατάσταση, μας στριμώχνει. τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Ή καρδιά πρέπει να καθαριστή. Μας διδάσκει ό Χριστός, μας διδάσκουν καί οί Πατέρες «Εκ της καρδίας εξέρχονται οι πονηροί διαλογισμοί» (Ματθ. 15, 19). Εκ της καρδίας, λέει, ξε­πηδούν όλα τα άσχημα. Ή καρδιά μας είναι γεμάτη από ρίζες, ακανθώδη ριζίδια, λέγει ό Άββάς Ποιμήν’ «Καί ό θέλων άνασπάσαι αυτά τα ακανθώδη ριζίδια, αιμορραγεί καί πονεί». Αν δεν αιμορραγήσει κι αν δεν πόνεση σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ό άνθρωπος δεν θεραπεύεται.

Παίρνει την τσιμπίδα ό γιατρός, ό Θεός, τρόπον τι­νά, καί τραβάει τίς ρίζες αυτές μία – μία. Κι όταν τίς ξεριζώνει, ή καρδιά νοιώθει πόνο καί χύνει αίμα. Καί αυ­τός, ό όποιος θα κάνη υπομονή σ’ αυτόν τον πόνο, σ’ αυ­τήν την επέμβαση του Θεού, μία μέρα θα γίνει υγιής. Ή καρδιά του έτσι, με την προσπάθεια την ανθρωπινή καί με την βοήθεια της χάριτος, δεν θα επιθυμεί αυτά τα πράγματα, τα βρώμικα καί τα άσχημα. Από τη στιγμή ό­μως πού δεν θα δεχθεί αυτήν την ιατρική επέμβαση, πού θα αντίδραση στον πόνο καί στο ξερίζωμα των ριζών αυτών καί δεν θα κάνη την ανάλογη υπομονή, στην καθηλώσει, εκεί στην ιατρική επέμβαση, θα μείνει εμπαθής.

Ποιος μπορεί να καυχηθεί, κατά τους Πατέρες, ότι τήρησε την καρδιά του αμόλυντη; Κανείς! Ό Μέγας Βα­σίλειος έλεγε: «Γυναίκα ουκ έγνων καί παρθένος ουκ ει­μί». Εννοούσε βέβαια τον πόλεμο της σαρκός, τον ενήδονο πόλεμο της φαντασίας, τους ενυπνιασμούς κ.λ.π. Όλα αυτά είναι μία αισθήσεις σαρκική στην καρδιά, ο­πότε ή καρδιά, άσχετα εάν δεν γνώριζε τι θα πει «έτε­ρον φύλον», δεν ήταν παρθενική.

Έτσι από τη μία πλευρά αγωνιζόμεθα εναντίον των κακών φαντασιών, μαχόμενοι να τίς σβήσουμε, γιατί αυτές γεννούν τους βρώμικους λογισμούς. Από την άλλη πλευρά με την νηστεία κατά δύναμιν καί την εγκράτεια, τίς μετάνοιες, τον κανόνα, τον μόχθο καί τον κόπο επά­νω στη δουλειά καί την αγρυπνία, δείχνουμε την προαίρεση μας ενώπιον του Θεού, ότι θέλουμε να καθαρισθού­με, να αγνιστούμε καί να γίνουμε άγιοι. Όχι, ότι οί προ­σπάθειες αυτές θα φέρουν το αποτέλεσμα της αγιότητας, αλλά με όλα αυτά συμβάλλουμε στο έργο της καθάρσεώς μας μετά του Θεού. «Συνεργοί Θεού έσμεν» (1 Κόρινθο. 3, 9). Συνεργαζόμεθα μετά του Θεού στην κάθαρση της καρδίας μας.

Όταν ή καρδιά μας είναι βρώμικη, βρώμικα θα είναι καί τα έργα μας καί τα μάτια μας καί οί σκέψεις μας καί οί κινήσεις μας καί τα πάντα. Όλα τα μέλη μας έχουν την αφετηρία τους στην καρδιά. Ανάλογα με ότι έχει ή καρδιά μέσα της, το εξωτερικεύει δια των μελών. Γι’ αυ­τό έχουμε τους ενυπνιασμούς, πού έρχεται ό διάβολος καί πιάνει δουλειά. Μας φέρνει φαντασίες καθ’ ύπνο, ώστε ξυπνώντας, να μας τίς παρουσίαση στην μνήμη, για να μας προκαλέσει καί την ημέρα τον πόλεμο. Εμείς τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Να αδιαφορήσουμε για την περίπτωση του ενυπνιασμού, ως τίποτε, με την πρόνοια να μην ενθυμούμεθα το τι μας παρουσίασε εκεί με όλη την ελευθερία της βρωμιάς του δαίμονος καί να πούμε στον εαυτό μας: «Τελείωσε, είναι ή φυσική πορεία του θέματος». Να αγωνιζώμεθα ανάλογα σ’ αυτήν την περίπτωση των φαντασιών. Μας έρχονται εικόνες; Με ένα σφουγγάρι να τίς σβήνουμε. Ξαναέρχονται τολμηρά; Ξα­νά σβήσιμο. Άφ’ ης στιγμής όμως δεν αγωνισθούμε ανά­λογα κι αρχίζουν να μας επηρεάζουν, να μας κατακτούν, μετά αποκτούν ισχύ καί κάθε φορά μας έρχεται ή φαντα­σία, σαν νικητής της προηγούμενης καί της προπροηγούμενης φοράς καί μας λέει: «Εδώ είμαι! Τώρα θα σε βάλω κάτω!». Όπως ένα παιδάκι παλεύει μία, δύο, τρεις, πέντε καί μόλις βλέπει τον αντίπαλο του «λακίζει», δεν μπορεί να τον αντιμετώπιση, διότι από τίς ήττες πού έπάθε προηγουμένως, του έσπασε το ηθικό. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ή ψυχή αμέσως με την εικόνα της κακής φα­ντασίας παραλύει, παραδίνεται καί μετά σκέπτεται άλλα άντ’ άλλων.

Γι’ αυτό χρειάζεται να είμεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, έ­ξυπνοι, να είμεθα επίσκοποι, ώστε με την εμφάνιση της εικόνας, «τακ» εμείς να τη σβήνουμε. Μια, δυο, τρεις θα αρχίσει ό εχθρός να παθαίνει ήττα στην περίπτωση πού έρχεται πάλι να κάνη την αντιπαράσταση του καί τον πό­λεμο. Έτσι όταν το εσωτερικό του ποτηριού γίνει καθα­ρό, καί το έξω θα γίνει καθαρό, κατά το Ιερόν Εύαγγέλιον.

Ένας γέροντας έβγαζε εύκολα δαιμόνια καί ηγετικά δαιμόνια, «αξιωματικούς», καί τους αφόπλιζε με ευκο­λία. Του λέγει ό υποτακτικός του εν απορία:

-Γέροντα, γιατί τα δαιμόνια σε φοβούνται καί φεύ­γουν;

Λέει:

-Παιδί μου, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο γίνεται αυ­τό από την Χάρι του Θεού. Εκείνο μόνον πού έχω να πω, είναι ότι όλα μου τα χρόνια επολεμούμην στην φα­ντασία από κακούς λογισμούς, αλλά με την Χάρι του Θεού ουδέποτε ίσχυσε, ουδέποτε με νίκησε ή φαντασία. Όχι συγκατάθεση δεν έκανα, αλλά μήτε συνδυασμό! Καί επειδή ουδέποτε νίκησαν οί δαίμονες, γι’ αυτό τώρα ητ­τώνται, φοβούνται, αφοπλίζονται αμέσως καί απελαύνο­νται από τους ανθρώπους.

Άρα, ήταν αριστούχος σε όλα του καί μπήκε στο πα­νεπιστήμιο άνευ εξετάσεων.

Έτσι γίνεται καί με τα διάφορα άλλα πάθη μας, τον φθόνο, την ζήλια, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, την κατάκριση, την άργολογία κ.λ.π. τι χρειάζεται εδώ; Νίψη. Μας λέει ό λογισμός: «Να πιάσω αυτόν τον αδελφό να του πω κάτι να ξεσκάσω». Όταν τον πιάσω καί του μιλήσω, θα πω κάτι πού δεν πρέπει, θα ακούσω κάτι, πού δεν πρέπει να ακούσω, κι έτσι θα πάθω την ζημιά μέσα μου. Καί δεν θα είναι ξέσκασμα αυτό, αλλά σκάσιμο, διότι εγώ θα πάθω την δουλειά με την υποχώρηση. Όταν όμως αντιδράσω καί πω: «Ποιο είναι το όφελος να καθί­σω να μιλήσω; Καί εγώ πού πάω μ’ αυτήν την διάθεση, θα του κάνω ζημιά». Κι όταν σκεφθώ έτσι καί φρενάρω καί δεν το κάνω, λέω πέντε ευχές καλύτερα. Με το να μην πάω, νίκησα, ενώ αν πήγαινα καί του μιλούσα, θα ή­ταν ήττα. Σήμερα αυτή ή ήττα, αύριο ή άλλη, καί γίνε­ται ό άνθρωπος πιο εμπαθής.

Το ίδιο συμβαίνει καί με το άλλο πάθος της υπερη­φάνειας. Μας λέει ό λογισμός ότι κάτι είμαι, έχω αυτό το χάρισμα κ.λ.π. Φουντώνει μέσα ό λογισμός καί πρέ­πει να αντιδράσω, να πω ότι εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά χώμα καί πηλός. Αυτή είναι ή φύση μου κι αυτή εί­ναι ή τιμή μου. Ό πηλός τι γίνεται καί το χώμα; Το πα­τάνε όλοι, καί τα ζώα καί οί άνθρωποι. Αυτός είσαι, μη μιλάς. «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε καί έλαβες, τι καυ­χάσαι ως μη λαβών;» (1 Κορ. 4, 7). Ό,τι έχεις από που το έλαβες; Από τον εαυτόν σου καί νομίζεις ότι είσαι κάτι; Τίποτα δεν είσαι. Δεν σου το απέδειξε ή πείρα, πού καί τότε, εκεί κι εκεί την πάτησες κι έπαθες δουλειές! Καί τώρα σου έδωσε μία «σταλίτσα» Χάρι ό Θεός καί σκέφθηκες κάτι όμορφο καί μίλησες δυο πράγματα, ή έ­κανες ένα έργο φιλάνθρωπο, μια ελεημοσύνη, ξεκούρα­σες κάποιον άλλον καί τι το σπουδαίο υπάρχει σ’ αυτό; Ό Χριστός τι έκανε για σένα; Ό Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς στην γη καί έγινε άνθρωπος «Έκλινε ουρανούς καί κατέβει», έλαβε σάρκα, ταπεινώθηκε καί υπέμεινε τον ονειδισμό καί την κακία των ανθρώπων.

-Παιδί μου, τον Χριστό, ποιος Τον σταύρωσε; ερώ­τησε ένας Γέροντας τον υποτακτικό του.

-Οί Εβραίοι, απάντησε ό υποτακτικός.

-Όχι οί Εβραίοι.

-Ποιος Γέροντα;

-Ό φθόνος καί ή κακία σταύρωσαν τον Χριστό! Ε­πειδή ό Χριστός έκανε θαύματα κι όλος ό κόσμος πήγαινε κοντά Του, σκέφθηκαν οί γραμματείς καί οί φαρισαίοι ότι πρέπει να Τον βγάλουν από την μέση, γιατί Αυτός θα τους κατακτούσε. Έτσι ενήργησαν θανάσιμος.

Βλέπουμε από την άλλη πλευρά τον Ιούδα, τον ένα από τους δώδεκα μαθητές, να γίνεται προδότης του διδα­σκάλου του. Δεν άκουγε τις διδασκαλίες του Χριστού; Τίς άκουγε, αλλά είχε το πάθος της φιλαργυρίας καί δεν το πολέμησε. Εάν το είχε πολεμήσει, δεν θα εγίνετο προδότης. Ό Θεός γνώριζε το πάθος καί γι’ αυτό του έ­δωσε το πορτοφόλι, τον κορβανά, πού είχε από τίς συ­νεισφορές των ανθρώπων πού βοηθούσαν στο έργο της διατροφής των Αποστόλων. Κυρίως διακονούσαν εκεί οί γυναίκες καί οί ασθενείς πού θεραπεύθηκαν. Γιατί του έδωσε το ταμείο; Για να μην πει ότι αναγκάσθηκα να γίνω φιλάργυρος, επειδή δεν μου έδινε ό διδάσκαλος κι ήμουν απένταρος. Εάν το κάναμε εμείς, θα λέγαμε ότι βοηθήσαμε τη φιλαργυρία, γι’ αυτό έγινε έτσι. Κρίσης ανθρώπινη. Ό Χριστός του είπε: «Να το πάρεις να το έχεις, να μην λες ότι δεν το είχες, καί γι’ αυτό έγινες φι­λάργυρος». Καί ιδού αυτός κακώς το εκμεταλλεύθηκε. Αμέσως είπε στους φαρισαίους: «Τι θα μου δώσετε, για να σας Τον παραδώσω!». Κι αυτοί είπαν: «Πάρε τριάκο­ντα αργύρια». Έτσι έγινε ή υποχώρησης, πού κατέληξε στην προδοσία.

Προδίδουμε κι εμείς την ψυχή μας στον διάβολο, ό­ταν δεν αντιστεκόμαστε στο κακό. Εμείς οί μοναχοί ε­δώ δεν έχουμε τίποτε άλλο, παρά να μαχόμεθα κατά των παθών. Γι’ αυτό οί μοναχοί αυτοί πού προοδεύουν, στε­φανώνονται καί γίνονται μεγάλοι. Έχουμε εκατομμύρια ασκητές καί μοναχούς επιτυχημένους, γιατί μαθήτευσαν κοντά στους Γέροντες, πώς πολεμείται το ένα και το άλλο πάθος.

Είπε ένας υποτακτικός:

-Πάτερ, τι να πρωτοπολεμήσω; Ξεσηκώθηκαν όλα τα πάθη, καί κείνο καί κείνο καί τα έχω χάσει.

Άπαντα ό γέροντας:

-Όχι, παιδί μου, έτσι. Τα πάθη δεν ξεσηκώνονται έ­τσι απλά μαζί’ ένα – ένα ξεσηκώνεται. Σήμερα σε πολεμά­ει αυτό; Χτύπα το. Αύριο θα σε πολεμήση εκείνο; Χτύπα εκείνο. Καί σιγά – σιγά χτυπώντας, χτυπώντας γίνεται ή καταστολή των παθών κι εσύ θα αναχθείς πνευματικά.

Καί εμείς οί σημερινοί άνθρωποι έχουμε τους ίδιους πολέμους, γιατί είναι ίδια τα δαιμόνια, δεν έχουν αλλά­ξει. Έρχονται, λοιπόν, καί μας πολεμούν, όπως τους πα­τέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νι­κούσαν καί γινόντουσαν μεγάλοι. Εμείς την πατάμε. Μας φέρνουν λογισμούς π.χ. εναντίον του αδελφού μας καί δεν τους πολεμούμε καθόμαστε καί τους δεχόμαστε. Γιατί μου είπε ένα λόγο, γιατί με στραβοκοίταξε, γιατί δεν με εξυπηρέτησε πλέκουμε καί πλέκουμε λογισμούς καί λογισμούς. Και μετά τι γίνεται; Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουμε καί τον καιρό μας κι ό διάβο­λος πού είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει καί το κάθε τι άσχημο στεριώνει μέσα μας. Θα μεγαλώσει, θα μεγαλώσει καί από μυρμηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας μεγάλος καί όταν αντιληφθούμε, ότι πια μας έφερε βόλτα καί μας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουμε το ανάστημα, δήθεν για να αντικρούσουμε, αλ­λά θα συναντήσουμε ισχύ λέοντος. Καί λέγει ό Όσιος Έφραίμ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεμήσεις; Πρόσεξε να μη σου σύντριψη τα κόκαλα!».

Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Καί τι είναι ένας λόγος, πού θα πω ή μία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή μία σκέψης θα φέρει την άλλη καί ό ένας λογισμός τον άλ­λο ή μία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγά

σιγά γίνε­ται ό άνθρωπος εμπαθής».

Κι εμείς, παιδιά, πολεμούμεθα από τα ‘ίδια δαιμόνια, αλλά υποχωρούμε ων πρώτος ειμί εγώ. Υποχωρούμε μας έρχεται μία υπόνοια για τον αδελφό κι εμείς την πι­στεύουμε. Μα, στάσου, είναι κι έτσι; Μα, αφού τον είδα, μα αφού μου το είπε ό τάδε κ.λπ. Ναι, εντάξει αλλά από στόμα σε στόμα καί από σκέψη σε σκέψη το πράγμα αλ­λοιώνεται. Ξέρεις ότι υπάρχει καί πνεύμα υπόνοιας κι ό­τι δεν είναι έτσι τα πράγματα;

Βλέπουμε καί στην περίπτωση του διακόνου στο Γε­ροντικό. Ήταν δύο αδελφοί σ’ ένα μοναστήρι. Ό ένας ήταν διάκονος, ό άλλος μοναχός. Ίσως να διακονούσαν καί μαζί. Μια μέρα ό μοναχός είδε το διάκο να είναι σκυθρωπός, να μην είναι ευχάριστος, να μη μιλάει ωραία κ.λπ., όπως τίς προηγούμενες μέρες.

-Διάκο, γιατί είσαι έτσι, σου έκανα τίποτε; τον έρω­τα.

-Ναι, έκανες εκείνο το πράγμα καί με σκανδάλισες, άπαντα εκείνος.

-Δεν το έκανα, όχι, δεν το έκανα.

Πάει κατ’ ιδίαν, σκέπτεται.

-Που το βρήκε αυτό τώρα ό διάκος, γιατί μου το εί­πε;

Πράγματι δεν το είχε κάνει. Πάει καί του λέει:

-Σε παρακαλώ, Διάκο, πίστεψε με, γαλήνεψε, έλα στον εαυτό σου γιατί το λες αυτό, αφού δεν το έχω κά­νει; Μα θα σου πω ψέματα;

Ό άλλος επέμενε:

-Το έκανες.

Τότε ό μοναχός είπε με τον λογισμό του σαν φωτι­σμένος από τον Θεό: «Για στάσου εσύ έκανες του κό­σμου τα σφάλματα καί τα έχεις ξεχάσει. Μήπως κι αυτό το έκανες, αλλά σου λανθάνει, όπως καί τόσα άλλα, πού έχεις κάνει; Το έκανες, τελείωσε ή υπόθεση. Διάβολος διάβολο δεν βγάζει! Νίκα το κακό με το καλό, την υπε­ρηφάνεια του αλλού με την ταπείνωση την δική σου. Έτσι ωφελείς τον εαυτό σου, κι εκείνον θα διόρθωσης. Πήγαινε να ζήτησης συγγνώμη, ταλαίπωρε, από τον διά­κο». Καί πηγαίνει, χτυπάει την πόρτα του διάκου:

-Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων.

Ανοίγει ό διάκος. Του λέει ό μοναχός:-Διάκο, θα το έκανα πάει τελείωσε και θα το ‘χω ξεχάσει. Έχεις δίκιο, Διάκο, συγγνώμη!

Πάει να του βάλει μετάνοια.

-Όχι, όχι, λέει ό Διάκος φωτίσθηκα από τον Θεό καί πληροφορήθηκα ότι δεν το έκανες, αδελφέ μου. Εγώ πλανήθηκα!

Μόλις ταπεινώθηκε ό ένας, αμέσως έπεσε καί ό άλ­λος. Όσο καί οι δύο κρατούσαν την θέση τους, ωφέλεια δεν γινόταν.

Εμείς οί σημερινοί, επειδή έχουμε τον εγωισμό α­χτύπητο, δεν τον πολεμήσαμε για να σπάσει λίγο, τώρα μας φουντώνει ποικιλοτρόπως καί σκανδαλιζόμεθα ό έ­νας με τον άλλον. Χίλια δυο μας βάζει στο μυαλό μας καί γινόμεθα εμπαθείς καί αρχίζουμε να αποκλαιόμεθα όλοι μας καί να λέμε ότι δεν πάμε καλά. Δεν έχουμε αγά­πη, δεν έχουμε φιλαδελφία τι καλόγεροι είμεθα εμείς; Που θα καταλήξουμε; Καί ή θεραπεία είναι μπροστά μας. Έχουμε φαρμακεία, αλλά θα πρέπει να πάρουμε φάρμακα για να γίνουμε καλά. Το ένα φάρμακο είναι πι­κρό, το άλλο ξινό, το άλλο νυστέρι καί κόβει, το άλλο πονάει! Ναι, αλλά έτσι θα γίνεις καλά, παιδάκι μου!

Βλέπουμε τους γεροντάδες μας, τους παππούδες μας. Έβλεπα τον δικό μου τον Γέροντα. Τι αγώνα έκανε ό καημένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας μοναχός έχασε την υπομονή του καί του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο με το φαΐ. Ό Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω «Εύλόγησον, Πάτερ» καί του έβαλε μετάνοια, ενώ δεν έ­φταιγε. Να ‘τος ό νικητής!

Μια μέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελί, πού έμενε ό Γέροντας ως αρχάριος -καί είχε Γέ­ροντα τον Γέρο-Έφραίμ, πού ήταν άπλούτσικος- ήταν ένας άλλος μοναχός, εκεί δίπλα, πολύ θυμώδης καί σκανδαλώδης. Μία φορά, δεν ξέρω τι είχε συμβεί, για κάτι πραγματάκια, για κάποιο οροθέσιο, καμιά έλίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Έ­φραίμ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, καί να τον βρίζει:

«Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος!» Ό Γέ­ροντας μου ήταν τότε παλικάρι, υποτακτικός.

Βλέποντας τον Γέροντα του να τον κάνη έτσι ό άλ­λος, φούντωσε μέσα του ό εγωισμός κι ό θυμός. Πόσο α­γρίεψε ό θυμός να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντα του να τον τυραννάει εκείνος! Καί είχε δίκιο ό γέρο-Έφραίμ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε α­πό μέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα, δεν μου γλιτώνει, τελείωσε ή υπόθεσης». Πάει καί πέφτει μέσα στην Εκκλησία καί αρχίζει να βάζει κάτω τον θυμό. Ό θυμός του έλεγε: «Βγές έξω καί βουτά τον». Έπεσε κάτω καί άρχισε να κλαίει: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με τώ­ρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με. Σώσε με, να μη βγω έξω. Βοήθησε με, Θεέ μου άλλαξε μου τον λογισμό καί την καρδιά μου» καί τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωμα. αφού έβρεξε με τα δάκρυα το πάτωμα, όπ, κατευνά­σθηκε ό θυμός καί ή οργή, βγήκε έξω καί του μίλησε με ένα γλυκό τρόπο:

-Παππούλη μου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κλη­ρονομήσουμε καλύβες, ελιές καί βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για την αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουμε, αλ­λά την αγάπη θα την πάρουμε θα πάρουμε όμως καί το μίσος. Καί τι βγαίνει, γέροντα, μ’ αυτό; Εμείς αφήσαμε γονείς καί τόσα καί τόσα καί ήρθαμε εδώ, καί τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτά; Θα γίνουμε ρεζίλι σ’ όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.

Μας έλεγε:

-Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα πού ήμουν θυμωμένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Καί τι θα έβγαι­νε; Εγώ θα ήμουν ένας κακός άνθρωπος καί όλα τα δαι­μόνια εκεί της ερήμου θα πανηγύριζαν! Τώρα όμως, πού έπεσα κάτω καί αντιστάθηκα καί προσευχήθηκα και έ­πνιξα μέσα μου τον θυμό, βγήκα νικητής.

Το πάθος θέλει αντιμετώπιση. Έτσι, ούτος ή άλλως θα υποχώρηση. Αρκεί, εκεί επάνω στο στρίμωγμα και στην πίεση, εσύ να μην υποχώρησης. Αντιστάσου καί θα υποχώρηση το πάθος, γιατί αυτός πού σε πολεμάει εί­ναι δαίμονας, είναι προσωπικό όν, έχει μία άλφα δύναμη καί την άδεια από το Θεό να σε πολεμήση. Μόλις το ε­ξάντληση αυτό το όριο πού του έδωσε ό Θεός, θα υπο­χώρηση ούτως ή άλλως. Καί μετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχώρηση ό πόλεμος, έρχεται καί ή Χάρις του Θεού.

Έτσι επολεμούμην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο κι άμα σταματούσε ό πόλεμος καί ειρήνευα μερικές μέ­ρες, έβλεπα ότι δεν έχω ανύψωση πνευματική. Καί όπ! ερχόταν άλλος πόλεμος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ό πόλεμος, ή Χάρις του Θεού ερχόταν.

Θέλω να πω, ότι εμείς οί μοναχοί πρέπει να μάθουμε την φιλοσοφία να πολεμούμε τα πάθη καί τους δαίμονες. Αν αυτό δεν το αποκτήσουμε, ότι κι αν μάθουμε, μεγά­λοι να γίνουμε, πτυχία αν πάρουμε, τέχνες αν μάθουμε, αν δεν γίνουμε έτσι μέσα μας έναντι των παθών καί των δαιμόνων, θα είμεθα πολύ μικροί απέναντι στον Θεό. Καί τα χρόνια περνάνε καί φεύγουμε από την ζωή. Λέμε ότι θα γεράσουμε καί θα πεθάνουμε. Μπορεί όμως να μη γεράσουμε καί να φύγουμε νεώτεροι. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους μας να είμεθα πάντα προσεκτικοί, να βιαζώμεθα, να καθαριζώμεθα, καί έτσι σιγά – σιγά να πλησιά­ζουμε τον Θεό.

Ό γέροντας όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ό ύπνος, ό κακός δαίμονας όπως τον έλεγε – καί λόγω ασθενείας ήταν καί βαρύς καί δεν ήταν εύκολο σαν καί μένα, πού ήμουν παιδί, να τρέχει καί να φτιάχνει. τι έκανε, όταν ερχόταν ό ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρι; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιμα καί του ερχόταν ή μνήμη του θανάτου, ή μνήμη της εξόδου, ή μνήμη της κολάσεως καί καθόταν κι έκλαιγε. Καί αφού περνούσε ό ύπνος καί ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο καί έπιανε πάλι την ευχή μέσ’ την καρδιά, καί έβγαινε μετά από επτά-οκτώ ώ­ρες προσευχή! Αυτό γινόταν κάθε μέρα! Μου έλεγε:

-Παιδί μου, ξέρεις τι κάνω εγώ;

-Τι κάνεις, Πατέρα μου;

-Κάθομαι καί κάνω ταμείο κάθε μέρα.

-τι ταμείο, Γέροντα;

-Να, κάθομαι καί εξετάζω τον εαυτό μου, καί βλέπω που είμαι εμπαθής, που υποχωρώ, ποιο πάθος με νικάει ή συνείδηση μου το δείχνει. Ή πυξίδα μου το δείχνει ότι εδώ είσαι αδύνατος. Καί παίρνω απόφαση την άλλη μέρα να το πολεμήσω αυτό το πάθος. Την άλλη μέρα μου δεί­χνει κάπου άλλου. Πολέμα κι εκείνο, μου λέει. Καί πο­λεμώντας το ένα, πολεμώντας το άλλο, σιγά – σιγά βλέ­πω καλυτέρευση στον εαυτό μου. Λέγανε τότε οί παππού­δες μας: «Εργασαι στα νιάτα σου, να έχεις στα γεράμα­τα σου».

-Καί τι θα πει, Γέροντα, αυτό;

-Να, παιδί μου’ τώρα πού είσαι νέος, πολέμησε τα πάθη, πολέμησε την σκέψη, πολέμησε την φαντασία, κο­πίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, ά­γρυπνα καί όλοι αυτοί οί κόποι, όλος αυτός ό αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιμα χρόνια. Όταν θα πέση το σώμα καί δεν θάχη την δύναμη να μάχεται με το ένα, με το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια καί ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, πού προβλέπει ό Θεός να εργασθείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Καί ανάλογα την τέχνη, ανάλογα την θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. τι είναι ή σύνταξη; Είναι ή Χάρις του Θεού.

Να εμένα τώρα, αν με ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα μου νοιώθω, παιδί μου, παράδεισο. Ή ευχή ρολόι, ή Χάρις πλούσια πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνομαι πόλεμο, δεν έχω λογισμούς, δεν έχω ε­παναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σημερινά κατορθώμα­τα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε ή αξιομισθία. Ένας νεώτερος είχε πόλεμο καί παρακάλεσε , τον Θεό: «Θεέ μου, ελάφρωσέ με άπ’ αυτόν τον πόλεμο». Καί ό Θεός άκουσε την προσευχή του και του έδωσε ε­λευθερία. Και κάποτε πήγε σ’ ένα μεγάλο γέροντα, έ­μπειρο, πού πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» πού λέμε, καί του λέει:

-Γέροντα αναπαύθηκα εκ των παθών.

-Τι είπες;

-Να, ξεκουράστηκα δεν με πολεμάει εκείνο, εκείνο. Τον κοίταξε «βλοσυρό τω ομμάτιο», με ένα μάτι, ας πούμε καρφωτό, καί του είπε:

-Από τώρα ανάπαυσις, από τώρα σύνταξης μειωμέ­νη; Λάθος! Πρώτα παρεκάλεσες μόνος σου τον Θεό να έρθει αυτή ή ανάπαυσις. Τώρα πήγαινε στους πατέρες να τους πεις να κάνουν προσευχή για σένα να παρακαλέ­σουν τον Θεό να γυρίσουν πίσω τα πάθη να πολεμήσεις, να αναχθείς πνευματικός καί να πάρεις σύνταξη μεγάλη μεθαύριο. Όχι από τώρα σύνταξη!

Καταλάβατε; τι θέλει να μας πει ό πατερούλης αυ­τός; Ότι δεν μας συμφέρει από τώρα ή ανάπαυσις. Την στιγμή, πού έχουμε νεότητα, μας χρειάζονται οί πόλε­μοι, τα πάθη, για να τα χτυπήσουμε. Αυτά επιμένουν κι εμείς να τα χτυπάμε. Καί επιτρέπει ό Θεός, λέει ό Άββας Ισαάκ, να μην εισακούεται ή προσευχή πού κάνου­με για τον άλφα – βήτα πόλεμο, διότι πολεμώντας καί μνημονεύοντας το όνομα του Θεού, αγιάζεται ό νους, το στόμα καί ή καρδιά με το όνομα του Χριστού. Έχοντας τον πόλεμο αναγκάζεσαι να κάνης προσευχή: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με Παναγία μου», καί αυτό το ό­νομα πού φωνάζεις, αυτό φέρνει και την αγιότητα.

Ένας αδελφός είχε πόλεμο σαρκικό, μεγάλο, κι από τον πόλεμο πού είχε καί τους λογισμούς έκοβε βόλτες έ­ξω συνέχεια και φώναζε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ». Του λέγει ό γέροντας του, ό όποιος ήταν παλαίμαχος καί γενναίος:

-Παιδί μου, βλέπω έχεις πόλεμο θέλεις να κάνω προσευχή, να σου φυγή ό πόλεμος;

-Όχι, γέροντα, σε παρακαλώ, μην κάνεις προσευχή άσε με, ωφελούμαι.

-Θεός συγχωρήσει σε, παιδάκι μου, βρήκες τον δρόμο σου! Αυτός είναι ό δρόμος του Θεού. Αυτό ήθελα να ακούσω από σένα. Διότι αν μου έλεγες «Ναι, Γέρο­ντα, κάνε προσευχή να φυγή ό πόλεμος» ήταν σαν να σταματούσες να πλέκεις τον στέφανο σου. Το στεφάνι πρέπει να γίνει ολόκληρο, μ’ όλα τα λουλούδια καί γα­ρύφαλλα και τριαντάφυλλα καί άλλα. τι, με τα λίγα λου­λουδάκια, άντε τελείωσε ή υπόθεσης; Δειλός είναι ό άν­θρωπος αυτός.

Λοιπόν, θέλω να πω, παιδιά, πώς εάν δεν μάθουμε πώς γίνονται οι πόλεμοι, δεν πρόκειται να κάνουμε πρό­οδο. Κι αν μάθουμε γράμματα, κι αν διαβάζουμε, κι αν μελετούμε, τίποτε δεν κάνουμε, αν δεν μάθουμε να πολε­μούμε τον λογισμό καί την φαντασία. Να έχουμε μεταξύ μας αγάπη καί να θυσιαζώμεθα ό ένας για τον άλλον. «Εσύ να μη μου κάνης, εγώ θα σου κάνω εξυπηρέτηση». Αυτός είναι ό Ευαγγελικός νόμος. Αν δεν κάνης έτσι, μην περιμένεις να εφαρμόσεις το Ευαγγέλιο σωστά.

«Με εξυπηρέτησες; Μου έκανες κάτι; Κι εγώ θα ανταποκριθώ. Στο κάνω αυτό, για να μου κάνης εκείνο». Δεν είναι καλογερική αυτή! Νίκα το κακό με το καλό. Αυτός σε κατέκρινε, δεν σε εξυπηρέτησε; Εσύ ευκόλυνε τον, εσύ κάνε του καλό. Εσύ απέναντι στον Θεό τι θα κάνης. Τον λογαριασμό του δεν τον πληρώνεις εσύ. Ε­σύ τον δικό σου θα πλήρωσης. Πλήρωσε τώρα, κάνε το Ευαγγέλιο στην πράξη καί μεθαύριο ό Χριστός, αυτό το Ευαγγέλιο θα σε δικαίωση. τι είπε ό Κύριος; «Ό λόγος ον λελάληκα, αυτός Θα σε κρίνει εν ήμερα Κρίσεως». Το άκουσες το Ευαγγέλιο, το ξέρεις, αλλά υποχωρείς στην επιθυμία καί δεν κάνεις αυτό το πράγμα. Λοιπόν εάν ε­φαρμόσετε το Ευαγγέλιο, τότε θα μπορέσετε να περάσε­τε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.

Αυτά έλεγε καί ό δικός μου ό καημένος ό Γέροντας. Ό Γέροντας είχε βέβαια πολλή φυλακή στο στόμα και ήταν αγιασμένος. Σάς τα είπα κι άλλη φορά. Μέσα στην συνοδεία ήμασταν άνθρωποι ζωντανοί καί βλέπαμε καί ακούγαμε. Μόλις πηγαίναμε να πούμε μια κουβέντα για κάτι έξω από την συνοδεία μας

-«Ξέρεις, Γέροντα εκείνο έγινε», ξύλο!

-Εδώ μέσα, έλεγε, δεν θα φέρετε κουβέντες έξω από την συνοδεία. Εδώ μέσα θα κοιτάξουμε τα δικά μας. Δεν έχετε καμία δουλειά να ασχολείστε με το τι κάνει ό κά­θε πατέρας.

Ιδίως ό καημένος ό πατήρ Αρσένιος, πού ήταν α­πλούστατος καί αγιασμένος, έλεγε καμιά κουβεντούλα:

-Ξέρεις, Γέροντα, αυτός είναι αμελής, αργόσχολος.

Αμέσως του έβαζε κανόνα

-Αρσένιε, τον Αρσένιο κοίταξε καί άσε εκείνον ε­κείνος ξέρει πώς θα σωθεί. Εσύ δεν ξέρεις πώς θα σωθείς, πού ανοίγεις το στόμα σου καί μιλάς.

Έτσι μας είχε ό Γέροντας, και δεν μιλούσε ό ευλο­γημένος ποτέ. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει μια κουβέντα για τον άλφα ή βήτα μοναχό. Εμείς χίλια δυο λέμε, ων πρώτος εγώ. Εδώ τόσα ακούσαμε καί είμεθα έτσι. Σκέψου να μην ακούσης κιόλας, τι θα λες.

Θέλω να πω ότι έτσι βίαζαν τον εαυτόν τους οί Άγιοι Πατέρες, καί προχώρησαν καί έφθασαν στον ουρα­νό. Καί τώρα τα δαιμόνια φωνάζουν για τον Γέροντα Ιω­σήφ, ότι γυρνάει στα μοναστήρια και βοηθάει. Καί πράγματι μας βοηθάει ό πάππους τώρα πού είναι εκεί ε­πάνω. Ό πάππους νομίζετε ότι στέκεται; Εδώ δεν στεκό­ταν καί θα σταθεί τώρα εκεί επάνω, πού βλέπει τα πράγ­ματα, ποιος είναι ό παράδεισος καί ποια ή κόλαση, και βλέπει κι εμάς εδώ κάτω τι κάνουμε! Εδώ κυκλοφορεί ό πάππους καί μας βοηθάει. Πόσες φορές μας έχει γλιτώσει από μεγάλα κακά κι εμείς δεν ξέρουμε από που έρχε­ται ή βοήθεια. Έχουμε τέτοιο μεσίτη στον ουρανό!

Γι’ αυτό να ζητάμε, την ευχή του πάππου, διότι μερι­μνάει για μας. Όσο μπορούμε, παιδιά, να τηρούμε αυτά πού μας διδάσκουν οί πατέρες μας δηλαδή να μαχόμεθα εναντίον των φαντασιών, εναντίον των λογισμών να έ­χουμε μεταξύ μας αγάπη, προσοχή, να μην κατακρίνου­με ό ένας τον άλλον, να μην σπρώχνουμε ό ένας τον άλ­λον στην πτώση, να κάνουμε τον κανόνα μας καί τα κα­θήκοντα μας, γιατί αύριο θα πεθάνουμε. Κι ότι έχουμε στον «τουρβά» μας, αυτά θα πάρουμε μαζί μας στον α­νήφορο. Βάλτε καλά πράγματα μαζί σας βάλτε ψωμάκι, βάλτε τυράκι, βάλτε φρούτα. Μην βάζετε σκουπίδια καί σκύβαλα καί παλιοντενεκέδες καί παλιοκούτια μέσα. Βάλτε καλά πράγματα, διότι μ’ αυτά θα περάσετε στον άλλο κόσμο.

Εδώ πέρασαν τόσα χρόνια. Τι καταλάβαμε; Εγώ κο­ντεύω τα 60, άλλος τα 30, άλλος τα 20. Τι καταλάβαμε; Σαν να ήρθαμε χθες στον κόσμο καί τώρα φεύγουμε για τον άλλο κόσμο. Να οί ασθένειες, να οί καρκίνοι, κι ό έ­νας μετά τον άλλον φεύγουμε. Να, ό πατήρ Έφραίμ, ό μακαρίτης, έφυγε στα σαράντα του χρόνια. Εγώ τον προετοίμαζα, του έλεγα διάφορα για πείρα ότι εγώ θα φύγω, θα κάνω αυτό καί εκείνο. Να μην κάνη αυτό, να διόρθωση εκείνο καί το άλλο’ τον συμβούλευα. Εδώ μέ­σα ήτανε’ να εκεί κάτω καθόταν. Εδώ μέσα δεν ήτανε; Δεν μας έψελνε, δεν γύριζε, δεν μας λειτουργούσε; Είναι τώρα εδώ; Όχι. Πάει. Τώρα στον τάφο λειώνει κι ή ψυ­χούλα του είναι στον ουρανό. Όπως τα λέω εγώ, έτσι τα έλεγε κι εκείνος. Κι όμως έφυγε. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό παπάς έφυγε κι εγώ έμεινα πίσω. Καί τώρα νομίζετε ότι δεν μας βοηθάει ό παπάς; Μας βοηθάει, όπως καί ό­λοι οί πατέρες πού έχουν φύγει. Είδατε πόσα τροχαία γί­νονται καί πόσοι μοναχοί μας γλίτωσαν! Καί ό δικός μας πατέρας γλίτωσε, καί της Ξηροποτάμου ό πατέρας γλίτωσε. Ποιος ξέρει ποια προσευχή έπιασε καί ποιος Άγιος βοήθησε καί γλιτώσανε!

Βλέπετε πόσα νέα παιδιά φεύγουν από την ζωή; Έτσι κι εμείς. Περπατάμε στις σκάλες ξαφνικά γλιστράς, πέφτεις με το κεφάλι καί μένεις στον τόπο. Τελείωσε ή υπόθεσης. Βγαίνουμε έξω. Ξέρουμε, αν θα γυρίσουμε;

Μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητο, συγκρούεσαι καί μένεις στον τόπο. Να, ένας Εισαγγελέας Εφετών προχθές με την γυναίκα του, πέσανε μέσα στη θάλασσα με το αυτο­κίνητο από 20 μέτρα ύψος, καί τους πήγανε βαρεία στο νοσοκομείο. Μπορεί να πήγαιναν σε κάποια διασκέδαση καί που βρέθηκαν; Ή ζωή τελειώνει. Τι θα πει νέος, Τι θα πει γέρος; “Άπαξ καί αποφασίσει ό Θεός να σε πάρη, 0ά σε πάρη! Πάρε οσα μέτρα θέλεις. Θα σε πάρη στο «άψε – σβήσε». Άλλοι παθαίνουν τροχαία σοβαρά καί βγαίνουν σώοι καί άλλοι όχι. Να, ό πατέρας Έφραίμ. Άμα θα δείτε το αυτοκίνητο, θα πείτε «Μπορεί να σκοτώ­θηκε άνθρωπος εδώ μέσα;». Καί σκοτώθηκε κατά τον χειρότερο τρόπο. Κι άλλου έγινε «τρίο – καρώ» το αυτοκίνητο, καί βγήκε σώος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν ήρθε ακόμη ή ώρα του. Αν δεν στείλει τον Στρατηγό ό Θεός από πάνω, αν δεν έλθει ό Αρχάγγελος, δεν φεύγει ό άν­θρωπος με τίποτε. Αρα, λοιπόν, στο χέρι του Θεού είναι ή ζωή μας. Δεν είναι το θέμα της ηλικίας είναι το θέμα της αποφάσεως του Θεού.

Επειδή δεν ξέρουμε πότε θα παρθεί ή απόφαση, να την έχουμε στο μυαλό μας. Θα πεθάνουμε. Που θα πάμε; Απορώ καί με τον εαυτό μου. Βρε, ταλαίπωρε άνθρωπε, δεν μπορείς να συνειδητοποίησης, ότι μέσα σε λίγα λε­πτά θα φυγής; Έφυγες. Που θα πάς; Στην άλλη ζωή. Θα γυρίσεις εδώ; Όχι. Τελειώνει εκείνη; Όχι. Θα πέρασης από το δικαστήριο; Ναι. Γιατί δεν τακτοποιείσαι τώρα να προπαρασκευασθείς, για να πέρασης σωστά στον άλ­λο κόσμο πού θα ζήσης αιώνια; Εδώ φροντίζεις για όλα για την υγεία σου, για εκείνο, για το άλλο, για όλα φροντίζεις, αλλά για την ψυχή σου δεν φροντίζεις. Ναι, δεν φροντίζω. Γιατί; Γιατί είναι ή ανθρώπινη αδυναμία, είναι καί ό διάβολος μας παρασύρουν καί οί επιθυμίες μας, καί δεν προετοιμαζόμεθα γενναία. Πίστεψε το ότι φεύγεις από την ζωή κι αφήνεις πίσω τον κόσμο. Σταμάτησε ή καρδιά σου; Τέρμα, μέσα σε λεπτά φεύγεις από τον κόσμο αναχώρησες, τέρμα! Δεν ήξερα ότι θα φύγω

τόσο σύντομα δεν ήξερες; Δεν τα διάβαζες; Δεν έβλεπες τους πεθαμένους πώς πηγαίνουν; Τα τροχαία δεν τα ά­κουγες; Κι όμως αυτή είναι ή αλήθεια, παιδιά.

Ό Θεός θα μας καταδικάσει, καί πρώτον εμένα, γιατί τα λέω αυτά καί δεν τα εφαρμόζω. Τα λέμε, τα

πιστεύου­με, καί ζούμε σαν να μην είναι αλήθεια αυτά πού λέμε, σαν να είναι μια θεωρία, μια φιλοσοφία ενός φιλοσό­φου, στον αέρα λόγια. Καί όμως είναι αλήθεια. Θα γί­νουν αυτά. Μπορούμε να την χωνέψουμε αυτήν την αλή­θεια; Τότε να δεις πώς αλλάζει ή ζωή μας! Τότε να δεις Τι προσοχή θα έχουμε καί Τι ενδιαφέρον!

Αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε να προσέχου­με τον εαυτό μας καί να λέμε: «Μήπως δεν θα ξημερώ­σω;». Ξημέρωσε. «Θα νυκτώσω; Τουλάχιστον την τελευ­ταία ήμερα ας κάνω κάτι». Μου ήρθε ένας κακός λογι­σμός; Αμέσως να τον διώξω. Γιατί να τον αφήσω; Να τον μειώσω. “Έρχεται ό λογισμός” «πες αυτόν τον λό­γο». Γιατί να τον πω; Εκεί πού θα κάνω πέντε άργολογίες, να πω πέντε ευχές.

Άμα σε ξαπλώσει ό Θεός στο κρεβάτι, θα έρθουν τα δαιμόνια καί τότε θα δεις Τι έχεις κάνει. Πάει όμως τε­λείωσε ή υπόθεσης σε πήρε ό Θεός. Το ψέμα τελείωσε εδώ. Είσαι στον ύπνο καί κοιμάσαι καί βλέπεις όνειρο ότι είσαι στρατηγός, σκοτώνεις, ρημάζεις, φωνάζεις, φτιάχνεις, κηρύττεις κι άμα ξυπνήσεις Τι είσαι; Ένας α­πλός καλόγερος. Έτσι καί τότε θα μας συμβεί. Θα ξυ­πνήσουμε στην άλλη ζωή καί θα περάσουμε στον άλλο κόσμο. Τέρμα. Ή ζωή τελειώνει. Δεν μπορούμε να το βάλουμε στο μυαλό μας. «Πας άνθρωπος ψεύτης» λέγει ή Γραφή. Όχι ότι λέει ψέματα, αλλά ό ίδιος είναι ένα ψέμα.

Ας μας ελεήσει ό Θεός, ας μας συγχώρεση για οσα κάνουμε. Να παρακαλούμε τον Θεό νύχτα – μέρα, να φω­νάζουμε «ήμαρτον». Καί όταν σφάλλουμε σε κάτι να ση­κώνουμε τα μάτια καί να λέμε: «Συγγνώμη, έσφαλα». Καί μετά να τρέχουμε στον πνευματικό, να το εξομολογούμεθα, να φεύγει, να μην το έχουμε μέσα μας. Καί εάν ξαναπέφτουμε, να το ξανάλεμε, να το ξεκαθαρίζουμε. Κι αν κάνουμε έτσι, τότε θα περάσουμε στην Βασιλεία του Θεού. Καί εκεί επάνω είναι ανάπαυσις «Ουκ εστί θλίψις, ουκ εστί πόνος, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτη­τος. Αφαιρέσει Κύριος ό Θεός παν δάκρυο από των ο­φθαλμών ημών». Αιώνια ζωή, ανάπαυσις μέσα στο φως του Θεού. Μέσα στο άκτιστον φως του Θεού, ως άγγε­λος θα ψέλνεις τον Τρισάγιο ύμνον. Εκεί επάνω είναι τα πάντα εν ειρήνη καί μόνο, πού ξέρεις ότι πέρασες στην Βασιλεία του Θεού καί δεν πρόκειται πλέον να δεις θλίψη καί στενοχώριες στους αιώνες των αιώνων, είναι

αρκετό.

Λοιπόν, έφ’ όσον εμείς ήρθαμε εδώ, για να περάσου­με σ’ αυτόν τον Παράδεισο καί σ’ αυτήν την ανάπαυση, εκεί να τείνουμε τώρα. Άνθρωποι είμαστε. Θα πέσουμε, θα σηκωθούμε. Όχι απελπισία, όχι απόγνωση. Αυτά εί­ναι του διαβόλου. Εμείς με ελπίδα κάποια μέρα θα τον φέρουμε «βόλτα» τον διάβολο καί θα περάσουμε μέσα στην Βασιλεία του Θεού.

Αύτω ή δόξα καί το κράτος εις τους αιώνας των αιώ­νων. Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ.2004

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004



http://oparadeisos.wordpress.com/2011/05/25/%ce%b3%ce%ad%cf%81%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%ad%cf%86%cf%81%ce%b1%ce%af%ce%bc-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bc%ce%b5%cf%84/#more-6736

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙNA ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΒΟΛΟΥ

Ευσεβείς πνευματικές σκέψεις
* Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα. Το κάθε πάθος που ξεφυτρώνει θέλει πολύ ταπείνωση για να προχωρήσουμε στο μεγαλείο της αγάπης του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να στερεωθεί. Εμάς μας έχει προορίσει ο Θεός για την Άνω Ιερουσαλήμ, για να απολαύσουμε τα αγαθά που ετοίμασε.
* Μόνο εκείνος που ακουμπάει στο Θεό και τον αγαπάει έχει για λίγο την πνευματική ηδονή και μετά αρχίζουν πάλι οι θλίψεις. Όσοι όμως έχουν θεωρία και ο νους τους είναι στον ουρανό, θέλουν να πάνε στην πραγματική τους πατρίδα έχουν πνευματική ευφροσύνη και εμείς, πολύ ευτυχισμένες είμαστε και να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έφερε στη μάνδρα του.
* Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, βάζουμε στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε ότι κι αν έρθει.
* Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από που έρχεται να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά και σκοτίζεται ο άνθρωπος και γίνεται σαν τον Διάβολο.
* Τα κλειδιά από την πόρτα της ψυχής μας πρέπει να τα χουμε στα χέρια. Να μην αμελούμε τα καθήκοντα μας. Να μην δίνουμε σημασία στις επιθυμίες μας (φαγητά, αναπαύσεις κλπ.).
* * *
* Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό.
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε.
Την ευχή να λέτε για να βρούμε τον Θεό.
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο. Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε.
Είναι λυπηρό να στερούμαστε τη μακαριότητα, την γλυκύτητα του Θεού και την αγάπη Του ενώ βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Να μην αμελούμε, να μην κάνουμε διακεκομμένη την προσευχή μας, για να την απολαμβάνουμε κι' αυτή θα φέρει την ανάπαυση της ψυχής και την μακαριότητα.
Συνέχεια την ευχή. Να μην την αφήνουμε από την ψυχή μας. Να έχουμε προσοχή πώς να αρέσουμε στην Παναγία μας. Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Πιάστε την προσευχή να διορθώσετε τα πάθη και τα ελαττώματά σας.
Η προσευχή μας γαληνεύει. Να συγκεντρώσουμε τον λογισμό μας καλά - καλά και να σκεφτόμαστε το Θεό. Όλα τα άλλα είναι σκουπίδια, να τα πετάμε. Σημασία να μη δίνουμε στις παγίδες του διαβόλου. Τον εαυτό μας να βλέπουμε, που λυπήσαμε τον Θεό, Τον ευαρεστήσαμε. Τότε θα πάμε μπροστά.
Αλλιώς ξεφεύγουμε. Ταπείνωση όσο το δυνατόν.
Τελευταίος άνθρωπος να γίνουμε. Αυτός θα πάει μπροστά.
Να αποφεύγουμε τα λόγια, τις μεμψιμοιρίες. Δεν ταπεινωθήκαμε, δεν θα σωθούμε. Πρέπει να έχουμε μια δυναμικότητα στον εαυτό μας να στεκόμαστε καλά απέναντι στο Θεό.
* * *
* Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πυρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Αν σκεφθεί κανείς την κόλαση, δεν μπορεί να συγκράτησει τα δάκρυά του.
Όταν ο άνθρωπος έχει στη μνήμη του την κόλαση, τα πάθη του ελαττώνονται, η ψυχή γίνεται μαλακιά σαν το βαμβάκι, τρυφερή. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται.
Όλα μπορεί να τα σηκώσει κανείς, αλλά από την ευσπλαχνία του Θεού καίγεται, διαλύεται, «φθάνει Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ άλλο, ελάττωσέ την». Αν ο άνθρωπος, τότε που έρχεται μέσα του η αγάπη του Θεού, πονάει όλο τον κόσμο με τις αμαρτίες του, τα πάθη του, και δε μπορεί να το αντέξει αυτό, για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει, να σκοτώνει και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό.
*Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή, μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.
Τότε θα ζητάμε μοναξιά, ησυχία, τόσο πολύ θα νοιώσει η ψυχή μας το μεγαλείο του Θεού. Και μπορούμε μέσα στην κιβωτό να τα απολαύσουμε όλα αυτά.
Όταν βιαστεί κανείς, αισθάνεται τη Θεία Μακαριότητα και θα είναι ήσυχος, ανεύθυνος, χωρίς προβλήματα και το πνεύμα του θα είναι στον ουρανό και θα γεύεται τα μεγαλεία του Θεού.
Το κελί έχει πάρα πολλή χάρη. Είναι μία παλαίστρα που παλεύει κανείς και δίνεται στο Θεό.
*Όταν υπάρχει πνευματική ένωση με τους προεστώτας ο υποτακτικός αισθάνεται στην ψυχή του το Θεό χωρίς να κηλιδωθεί ο λογισμός του. Αισθάνεται πώς είναι το ρεύμα, ή πρίζα.
Όταν υπάρχει πνευματική προεργασία στο Χριστό και στους προεστώτας αισθάνεται μεγάλη χαρά, αγαλλίαση παρακαλεί πότε να πεθάνει και λέει ας φύγω. Θέλει προσοχή στο λογισμό να μην έρθει μώμος ή για τον Γέροντα ή για την Γερόντισσα. Όταν αυτό φυλάξουμε, θαύματα θα δούμε.
* * *
*Όποιος αγωνίζεται να απολαύσει την αρετή αυτός θα αισθανθεί τα μελίρρυτα άνθη, την γλυκύτητα, το μέλι της χάριτος θα λάβει, όταν προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό, να γίνει ένα.
Να γίνει θέωση μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, να γίνει Θεός κατά χάριν.
Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, να έχουμε σύνεση στην εργασία.
*Μας λέει ο λογισμός να κοιμηθούμε πιο πολύ όχι, να λέμε, δεν θα κοιμηθούμε πιο πολύ. Όποτε μας ξυπνάει ο φύλακας άγγελος της ψυχής, προσευχή να κάνουμε εκείνη την ώρα να μην αφήνουμε τον εαυτό μας. Η προσευχή θεραπεύει τα πάθη και τα ελαττώματα. Όταν θα πέσει ο ήλιος μέσα σε μια λάσπη και την αποξηραίνει, την κάνει κόκκαλο και ότι έντομο έχει το αποδιώκει, το φυγαδεύει, το ψοφάει.
Σαν βολίδα έρχεται η χάρις του Θεού.
*Εμάς μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω κοπάδι δαιμόνων και βλέπεις, λοιπόν, άλλος σκουντάει τη μία, άλλος τσιγκλάει την άλλη και γίνεται ένα πράγμα τρομερό. Άλλα αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν.
Αλλά βρίσκει χώρα και τριγυρνάει και την μια την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή και χαλάει ο κόσμος" εκείνη την ώρα πιστέψετε με βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού, όπως πετούν τα αεροπλάνα.
Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.
Όταν ο άνθρωπος έχει προσοχή και προσευχή, η χάρις του Θεού τον επισκιάζει. Εάν το ψηλαφήσουμε στη διάνοια μας, ότι ο θάνατος μας είναι και η κρίσης του Θεού, δηλαδή που θα πάμε και που θα σταθούμε, δηλαδή ή στην κόλαση ή στον παράδεισο, θα είμαστε προσεκτικές.
* Να μην αντιλογούμε το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν την λες» ...;. Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.
Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα παράκληση και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο. Την είδα σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.
Στεκόταν όρθια μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω στην κοιλίτσα Της τον Χριστούλη. Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της. Ήταν γαλάζια και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.
Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας.
Η μονή μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένη.
Το κάθε βήμα που κάνουμε μας το γράφει ο Χριστός. O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματα εκεί. Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: «Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε, άσε που θα μας τα δώσει στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό.
Και το κάθε βηματάκι πούυ θα κάνει κανείς η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.
* * *
Κυριακή της Σαμαρείτιδος '85.

Όταν θα χουμε γρήγορον νουν, που λέει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν» να παίρνει γρήγορα ο νους, να μην αμελεί, να τρέχει στον Θεό να έχει πολλή αγάπη, να έχει λατρεία στο Θεό πολλή. Γιατί ο Χριστός θέλει να Τον αγαπούμε πάρα πολύ, να τον λατρεύουμε ολοκληρωμένα, ούτε στα παιδιά μας, ούτε στην οικογένεια μας να ναι ο νους μας, ούτε σε διάφορα που μας ενοχλούν κ.λ.π. Θέλει δηλ. να έχουμε την μέριμνα όλη στο Θεό, πώς θα Τον λατρέψουμε, πώς θα τον ευεργετήσουμε, πώς να κάνουμε τάς εντολάς Του, να είμαστε ειλικρινείς, να μην είμαστε χλιαροί, να έχουμε δυνατότητα ν' αγαπούμε τον Θεό.
Η Σαμαρείτης είχε προαίρεση καλή γι' αυτό την αξίωσε ό Θεός να δει τον Χριστό, είχε προαίρεση, αλλά δεν έβρισκε φως, δεν έβρισκε άνθρωπο να τη φωτίσει. Τα χαρίσματα αυτά τα είχε μέσα στην ψυχή της και μετά, αφού είχε την προαίρεση την καλή, βρήκε τον Χριστό, την περίμενε εκεί πέρα και ζήτησε το ύδωρ το ζών κ.λ.π. Η προσευχή μας να μην είναι χλιαρή, να μην είναι αδρανής. Αυτό πού θέλει ο Θεός, αυτό να κάνουμε. Τώρα ήρθε η ώρα π.χ. να κάνουμε την προσευχή μας, θα κάνουμε την προσευχή μας. Τώρα ήρθε ή ώρα να ησυχάσουμε, θα ησυχάσουμε. Ήρθε η ώρα να κάνουμε το θέλημα του Θεού, την εργασία, θα κάνουμε την εργασία γιατί η εργασία είναι συνδεδεμένη με την προσευχή, και μετά η χαρά, πώς βλέπουμε το φως, έτσι έρχεται μέσα στην ψυχή μας ένα φως ουράνιο. Κι έρχεται η νήψις. Βλέπει τον εαυτό του κανείς και δεν κοιτάει δεξιά, αριστερά, ποιος φταίει, ποιος δεν φταίει, τι κάνει τι δεν κάνει, τίποτα, τίποτα, μόνο τον εαυτό του, πώς δηλαδή θα ευχαριστήσει το Θεό, τι λόγια θα Του πει.
Θέλει να Του μιλάμε ο Χριστός μας, όχι να λέμε ένα ξερό «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» θέλει να Του λέμε λόγια να μας σώσει. Ήταν μία κοπέλα, μου τηλεφώνησε προχθές και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε. Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει: -«Τι θέλεις να σου κάνω;» -Λέει: «θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω». -«Αυτά θα σ' τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να κάνεις να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε». Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. Θέλω να φωνάζεις της λέει. Αυτά θα σ' τα κάνω. Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο.
Γι' αυτό ό Χριστός μας θέλει να Τον φωνάζουμε, θέλει να Τον ζητάμε. Είναι εραστής μας. Ο Χριστός θέλει όλη την αγάπη μας να την δώσουμε σ' Εκείνον και ύστερα Αυτός τα οικονομάει όλα ...;.
...;Είδατε όταν ο πνευματικός μας δείξει λίγο αγάπη πόσο μέσα στον εαυτό μας αισθανόμαστε μια αλλαγή και μια ένωση, έτσι, λοιπόν, και ο Νυμφίος Χριστός δωρίζει αυτή την ένωση. Και υστέρα δεν μπορεί να σταθεί. Γι' αυτό οι Πατέρες λέγαν, τότε, «παύσον Χριστέ τα κύματα της χάριτος Σου», δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν αυτή τη γεύση, το μέλι της χάριτος την ευωδία της χάριτος, την Θεία μακαριότητα, την Θεία λάμψη, το άκτιστο φως και ο άνθρωπος, άμα βρίσκεται συνέχεια στην προσευχή βλέπει ένα φως μέσα στην ψυχή του, βλέπει μια λάμψη, ένα μεγαλείο, του έρχονται άφθονα δάκρυα, κι αυτά τα δάκρυα είναι τόσο γλυκά, τόσο νόστιμα, πού δεν μπορούσε κανείς να αισθανθεί το καλύτερο φαγητό να τρωγε, δηλαδή αισθάνεται χορτασμό, ένα χορτασμό, δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους του.
Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν. Τότε στην πείνα, 66 στην κατοχή κι όλη την εβδομάδα είχα μια πολλή μεγάλη στέρηση. Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε να το δώσω μέχρι το Πάσχα, εντολή να το έδινα. Και τώρα εγώ έκανα μεγάλη οικονομία για να το δώσω και έτρωγα όλη την Μ. Εβδομάδα λίγο ψωμάκι 50 δράμια ψωμί, γιατί κι αυτό δεν μπορούσα να το αγοράσω, κι έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο.
Ε! όταν πήγαμε στην εκκλησία, τότε το Μ. Σάββατο, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από η ώρα 8 τους Αγίους Αποστόλους, όπως κάνουν στο Άγιο Όρος, και θέλω να σας πω για τη στέρηση, τι κάνει ο Θεός, για την ανέχεια τη μεγάλη, πώς βοηθάει ο Θεός, όχι ότι είχα αξία, αλλά για να μου δείξει πόσο δυνατός είναι και πόσο πρέπει να τον λατρεύουμε. Ήρθε και το Μ. Σάββατο πήγα στις 8 στην εκκλησία, ε! κάθησα σε μια γωνιά τραβούσα κομποσχοινάκι, όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα κεράκι, τίποτα. Τώρα πώς να πάω, στο «Δεύτε λάβετε φως» δεν είχα κερί. Λέω με το νου μου «Χριστέ μου αν Εσύ θέλεις να κρατήσω και την λαμπάδα Σου, αν Εσύ δεν θέλεις να ναι ευλογημένο, αφού δεν θέλεις ούτε κερί να χω».
Ε! εκεί έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου, αφού άρχισε η ακολουθία, δεν κατάλαβα εγώ είχα λιποθυμήσει, μόνο κατάλαβα σαν να είχε ανοίξει όλα τα ράδια του κόσμου κι' έλεγε: «Εν αρχή ην ό Λόγος και ό Λόγος ην ό Θεός, και Θεός ην ό Λόγος» και το πασχαλινό το Ευαγγέλιο κι αυτού λοιπόν, μ' αυτό το Ευαγγέλιο τώρα πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη δεν ξέρω. Πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχανε τυπωθεί μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή τη φωνή την ωραία σ' όλη την ακολουθία την Πασχαλινή, κι αυτά τα λόγια μου φέρνανε έναν χορτασμό, πώς τρως δηλ. κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθείς έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: να και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε που δε γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται, έτσι μια φωνή μου το λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας πω, και άρρητα ρήματα μέσα στην ψυχή μου και άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σα να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά και μετά έλαβα δυνάμεις. Ενώ την Μ. Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, ύστερα έλαβα ισχυρές δυνάμεις, και την ώρα που πήγαινα να ασπαστώ την Ανάσταση και το Ευαγγέλιο, ο πνευματικός με κατάλαβε και μου λέει: «Χριστός Ανέστη» και με το Χριστός Ανέστη εμένα πιο πολύ μ' ανέβηκε αυτό το πράγμα στην ψυχή μου, ήρθε κι απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. Και παίρνω έναν δρόμο λοιπόν, τους αφήνω προτού τελειώσει η εκκλησία και πηγαίνω στο σπίτι για να μην χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα στο σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτα - τίποτα. Ούτε νεράκι, ούτε ψωμί, μα τίποτα, τίποτα δεν ήθελα. Μου λέει η ξαδέλφη μου - ήταν απέναντι τα σπίτια μας. Έλα έχω κάνει πατσά, να φας, τίποτε δεν πήρες. Εγώ που να πω ότι είχα φάει; κτλ. δεν είπα τίποτα. Πήγα να φάω μια κουταλιά δεν κατέβαινε και το μεσημέρι με είχε κάνει τραπέζι η κουμπάρα μου, πού τους είχα βαφτίσει 2 παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή. Και μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα. Έλεγα πώς θα πάω σ' αυτό το σπίτι τώρα; Ήταν πνευματικός κόσμος. Λέω θα με ρωτούν το ένα, το άλλο. Εγώ τώρα ήθελα να βρω άνθρωπο να πω αυτό το μεγαλείο, πού αισθάνθηκα μέσα μου. Λέω, τι κάνει ο Θεός, να βλέπω το Θεό, δηλαδή, τόσο μεγάλο που να λέω: μα τι κάνει ο Θεός! Πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! Γι' αυτό λέω που λένε μερικοί, δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. Ε! εγώ αυτό το πράγμα, τη χάρη του Χρίστου, το αισθάνθηκα λόγω της πείνας και της κακομοιριάς, που είχα και της στερήσεως, ο Θεός μου το δωσε για να καταλάβω τι δίνει ο Θεός στη στέρηση επάνω. Και λέω η εγκράτεια πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, και η προσευχή, και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό εξ ολοκλήρου, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, από τον Θεό γεύεται κι' όλα αυτά τα ουράνια μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, που τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας υστερεί εμάς τίποτα. Εμείς τώρα δε θέλουμε να πλησιάσουμε το Χριστό μας για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε, να Τον αγαπάμε. Εμείς απομακρυνόμαστε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει εκείνο, να μας δώσει το άλλο, δηλαδή όλα, χαρά, αγαλλίαση, ότι έχει Εκείνος να μας τα χαρίσει. Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να το συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου, το να δει τα κάλλη του Παραδείσου, δεν μπορεί να ζήσει άμα τα δει κανείς.
Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου.
Θέλει αγάπη, να Τον αγαπήσουμε. Αν τον αγαπήσουμε θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον. «Να ναι ευλογημένο» και «ευλόγησαν». Αυτό είναι να βρει κανείς στην ψυχή του το Θεό. Η στέρηση είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Μέναμε σ' ένα σπιτάκι τότε στην Αθήνα, μας είχε ένας Δεσπότης, Πολύκαρπος και μας είχε δώσει ένα σπιτάκι, παιδιά εγκαταλελειμμένα, πήγαμε εκεί πέρα στενοχωρημένοι, μας πήγε ο Δεσπότης και μας νοίκιασε ένα σπίτι κι αυτό ήταν καλοκαιρινό, ήταν τα κεραμίδια μόνο και να πέφτει το χιόνι και να κοιμάμαι σε δυο σανιδάκια επάνω ακόμα λίγο και θα κοκκαλιάζαμε εκεί μέσα. Τρέξαν οι άνθρωποι και μας γλύτωσαν, Θεοφάνεια. Και θέλω να πω ότι αυτά ήταν της στερήσεως που πέρασα. Αυτά κάνει η Χάρις του Θεού.
Σ' ένα παρεκκλήσι στην πείνα, στην Κατοχή, πήγα ν' ανάψω το καντηλάκι. Κι εκεί λοιπόν είχε συκιές απέξω από τον φράχτη. Και λέω «Βοήθησε Χριστέ μου να κόψω ένα συκάκι, μόνο ένα συκάκι», κι η πείνα να σε δουλεύει ε! να σε θερίζει.
Και πάω και κόβω ένα συκαλάκι και τρώω να δυναμώσω και να χω τύψεις γιατί να κόψω το σύκο αυτό. Πάω, λοιπόν, και το λέω στον πνευματικό.
-Έκοψα ένα σύκο λέω, αλλά η πείνα τόσο πολύ μ' ανάγκασε. Μου λέει όταν θα γίνεις σε καλή κατάσταση, θα πάρεις 3 οκάδες σύκα και θα τα μοιράσεις γι' αυτό που έκλεψες. Ήταν ο απαγορευμένος καρπός.
Ήμασταν 3 και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο. Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι. Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε. Πάει το Μαρικάκι. Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία σκελετός ήμουνα. Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ. Πώς το φαγα; που πήγε; Φάε μου λέει πατάτες βραστές. Μου έδιναν από όλα κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα. Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι. Μου τ' ανέβασαν στον ανήφορο τα παιδιά -είχαν ζώα- μετά από κει είχαν φυλάκια οι Ιταλοί και νυχτώσαμε. Ήταν 12 η ώρα νύχτα. Που να πάω με το βάρος; Μόλις έβλεπα τους Ιταλούς ωχ! ακουμπούσα στα βραχάκια και καθόμασταν εκεί πέρα και κοιτούσαν αυτοί και κλαίγαμε εμείς και λέγαμε: «Τείχος ει των παρθένων Θεοτόκε Παρθένε» κι αυτοί τα έβλεπαν τώρα αυτά πού προσευχόμασταν και παρακαλούσαμε και έκλαιγαν και μας σήκωναν το βάρος, που είχαμε πίσω για να μπορέσουμε να βαδίσουμε. Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά - σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν. Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή. Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι και δεν μ' άφησαν τίποτε. Κι εμένα, λοιπόν, μ' έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα. Αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες. Πάω στο γιατρό σιγά - σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις. Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ' το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις. Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα.
Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει Βλέπω μια μοναχίτσα με το σχηματάκι. Λέει: «δεν μπορείς»; με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως. Λέω: «ναι δεν μπορώ -Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα; Δεν έχω κανέναν.» Λέει: «μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά εγώ θα σε κάνω καλά» κι' ούτε να φαντασθώ ποια είναι, να τη ρωτήσω. Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το βαλε πώς κάνεις το χωνί; έτσι ακριβώς και μου λέει: «άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.» Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ψησα και το φαγα.
Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν. Το πρωί πήγα στο γιατρό. «Λέει: τι ήρθες; -Να με ακροαστείτε λιγάκι» Μου κάνει εξέταση, μου λέει «δεν έχεις τίποτε. Τι έγινε;» Λέω, αυτό κι' αυτό. Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά. Και μου λέει μέσα μου: Ποια είναι αυτή; ποια είναι αυτή; και μου λέει μια φωνή: η Αγία Παρασκευή" και γι' αυτό την αγαπούσα την Αγ. Παρασκευή. Μου το πε η ίδια στ' αυτί, πληροφορία, ότι ήταν ή Αγ. Παρασκευή.
Είναι της πείνας αυτά, της κατοχής. Πήγα μάζευα χόρτα. Στο μέρος που τα μάζευα ξαναφύτρωναν την άλλη μέρα. Κάθε μέρα στο ίδιο μέρος φυτρώνανε όλα. Και μετά σιγά - σιγά τα πλενα και τους τα πήγαινα πολλές φορές ωμά, σ' αυτό το κοριτσάκι πού ήταν άρρωστο. Είχε φυματίωση το καημένο. Μ' είδε κι εμένα ο π. Εφραίμ ο παλιός μου πνευματικός. Κοίταξε παιδί μου, μου λέει. Κοίταξε παιδάκι μου, όλους τους θάψαμε. Κοίταξε Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί, κοίταξε, άμα πας στο Χριστό και έχεις παρρησία πολλή εύχου και για μένα τον αμαρτωλό. Ό,τι είναι θέλημα Θεού, έλεγα. Άμα θέλει να με πάρει ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού. Ύστερα, λοιπόν, βγάζει κήρυγμα και λέει: Όσο θα έχετε ψωμί, από μια μπουκιά θα ρίχνετε, θα κόβετε, το Μαρικάκι θ' ανοίξει το παράθυρο, να πετάτε την μπουκιά μέσα στο σπίτι να βρίσκει, να τρώει. Και τότε λοιπόν είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες και άνοιγα το παράθυρο και ρίχναν μπουκιές - μπουκιές μέσα κι έπαιρνα λοιπόν κι έτρωγα και συνήλθα. Έκανα υπακοή.
Λοιπόν, όταν συναντιόμασταν με τις αδελφές δεν μιλούσαμε. Μας έλεγε: μη μιλάτε. Θα πάρετε το αντίδωρο και θα πάτε στο σπίτι και στη διαδρομή όλη θα λέτε την ευχή και μόλις φτάσετε στο σπίτι, θα λέτε" Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι, και μέσα θα αισθάνεστε στο σπίτι μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρη. Δεν κοινωνούσαμε, μόνο το αντίδωρο παίρναμε, αυτό λέγαμε και νομίζαμε ότι λιβανίζανε εκείνη την ώρα. Στο δρόμο που βαδίζαμε σαν κάποιος να λιβάνιζε. Λέμε: τι ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά; και δεν είχε τίποτε ούτε περιβόλι, ούτε τίποτε, ήταν δηλαδή η χάρις του Θεού πολλή. Στην εκκλησία: τι κάνεις; ευλόγησαν αδελφές, τι κάνεις; Ευλόγησον, όλη τη μέρα την ευχή, δεν έφευγε η ευχή από το στόμα καθόλου. Η ευχή πήγαινε ρολόι. Μόνο τι κάνεις κι όλο ευχή και ουράνια, όλο στα ουράνια.
Μια φορά πήγαμε σ' ένα παρεκκλησάκι. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, λέω «δεν πάμε ν' ανάψουμε τα καντηλάκια στον Αγ. Νικόλαο και να φύγουμε;» Όλες μαζί ξεκινήσαμε. Ήμασταν 7. Και αφού ξεκινήσαμε, δεν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο με τ' αντίδωρο. Λοιπόν, μόλις φθάσαμε στους πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, λέω: τι καλά να είχαμε μια φετούλα ψωμάκι και να είχαμε και από ένα συκαλάκι φρέσκο και φρέσκο ψωμάκι να τρώγαμε! Μπαίνουμε στο παρεκκλησάκι, ανάψαμε τα καντηλάκια, ψάλαμε, μπαίνω εγώ στο ιερό να ανάψω το καντηλάκι μέσα. Βλέπω ένα δέμα πάνω στην Αγ. Τράπεζα. Λέω: παιδιά ό Αγ. Νικόλαος μας έφερε κάτι. Δεν ξέρω, του Αγ. Νικολάου δώρο είναι.
Πάω, λοιπόν, να το ανοίξω, τι να δω; Όσες ήμασταν από ένα σύκο και από μία φέτα ψωμί ζεστό, φρέσκο, της ώρας. Και υστέρα, λοιπόν, μετά από ενάμιση μήνα ξαναπήγαμε κι εγώ τώρα γλυκάθηκα, πήγα πάλι μέσα στο ιερόν, ανάψω τα καντηλάκια και βλέπω τον Εσταυρωμένο και στ' αγκάθινο στέφανο είδα πώς τρέχουν σταλαγμίτες, πώς τρέχουν τα δάκρυα, έτρεχαν από την πλευρά του, έτρεχε ύδωρ μεμιγμένο με αίμα. Είχαμε μια εικόνα της Παναγίας κι είχε μέσα γύρω - γύρω βαμβάκι και παίρνω, λοιπόν, το βαμβάκι, πάω πίσω και σκούπιζα, σκούπιζα τον Εσταυρωμένο ήταν μούσκεμα. Κατ' ευθείαν πάμε στον εσπερινό. Το είπαμε αυτό το πράγμα. Λέει: παιδιά, πόλεμος θα γίνει και το έκανε κήρυγμα στην εκκλησία. Και αυτός όταν έβλεπε τέτοια σημάδια να κλαίνε οι Άγιοι, να κλαίει ο Χριστός θα γίνει πόλεμος λέει και πολύ γρήγορα. Και μ' αυτό το βαμβάκι είχαμε σταυρώσει όλον τον κόσμο, πού ήταν εκεί πέρα και πράγματι έγινε έτσι σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος.
Φεβρουάριος 1989

Όπως είδαμε τον γέροντα, είδαμε ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα, είδαμε ότι θέλει να αγωνιστεί για το Θεό, βλέποντας ότι πίνει ένα ζουμί σκέτο, μας δίδαξε την εγκράτεια, τη μνήμη θανάτου, την αυταπάρνηση.
Όπως αντιληφθήκατε κάτι προβλέπει. Μας έδειξε πώς πρέπει να βιώνουμε. Εύχομαι να βάλουμε μια αρχή και να βιώσουμε την Αγάπη του Χριστού και να αγωνιστούμε όπως πρέπει. Γιατί δεν έχουμε καθόλου την ακρίβεια, που ζητάει ο Γέροντας.
Είτε από λεπτότητα, είτε από σεβασμό και αγάπη δεν ήθελα να σας εκθέσω, αλλά τώρα να βάλουμε μια αρχή όπως το θέλει ο Θεός, γιατί χαλαρώσαμε πολύ, ιδίως στη μεμψιμοιρία, την αργολογία, μεγαλοφωνία, απιστία, ανευλάβεια κι' όλα μαζί.
«Αγαπήσεις ...;. και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Αλλά σ' εμάς δεν υπάρχει αυτή η αγάπη και η συμπόνοια.
Η προσοχή και η προσευχή είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα. Δεν έχουμε προσοχή, δεν έχουμε προσευχή. Η αντιλογία φέρνει την μεμψιμοιρία, τις έριδες, οπότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να νοιώσει την Θ. Χάρη όταν δεν εγκρατεύεται, στη γλώσσα, στο στομάχι.
Βρισκόμαστε στα Ανάκτορα πώς θα σταθούμε, πώς θα χαιρετίσουμε τον Βασιλέα, μία Κυρία της τιμής πώς θα της φερθούμε; Έτσι και στην προσευχή.
Η χάρις του Θεού θα μας πιάνει από το χεράκι και θα μας λέει έτσι θα φερθείς, έτσι θα κοιμηθείς.
Θέλει από μας ολοκληρωμένη την Αγάπη ο Θεός και όχι μοιρασμένη.
Να προσέχουμε τις συζητήσεις μεταξύ μας. Όταν λέω τον λογισμό μου στην άλλη δήθεν για να με ξεκουράσει, δεν ξεκουράζομαι. Λες το κακό; διπλασιάζεται. Λες το καλό; αφαιρείται.
Η Γερόντισσα προσπαθεί να μην γίνει του διαβόλου το κέφι. Νομίζουμε ότι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας με τις διάφορες οικονομίες, αλλά φθάνουμε σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Εκείνος πού πληγώνεται τιμάται, αλλά o λιποτάκτης τουφεκίζεται. Μερικές φορές λιποτακτούμε από το διακόνημα, από την προσευχή, από την εντολή του Γέροντα. Να κάνουμε κάθε μέρα ταμείο.
Πώς κάναμε την προσευχή μας; Συγχωρέσαμε τον αδελφό; Μέσα μας έχουμε μεμψιμοιρία, αντιλογία;
Κι εσείς θα είστε αναπαυμένες και τον γέροντα θα αναπαύσετε, γιατί θα ξέρει πώς πολιτεύεσθε ...;.
...;Γι' αυτό είναι ο προεστός μέσα στη Μονή για να παίρνει ευλογία σε καθετί, έτσι φεύγει η ψυχή χαρούμενη, ότι ανέπαυσε τον γέροντα και πάει στον Παράδεισο. Αυτές οι λεπτομέρειες, που δεν υπολογίζουμε, φέρνουν τη Θ. Χάρη στην ψυχή μας ...;.
Μετά το απόδειπνο να φάμε γρήγορα και να πάμε στα κελιά μας.
Στους αρρώστους 5-102 το πολύ για να μην χρωστάμε κομποσχοίνια.
Το ότι δεν εγκρατευόμαστε στο φαγητό είναι κάτι που κωλύει τη χάρη του Θεού ...;.
Το κάθε τι που γίνεται μεταξύ σας ξεσπάει σε μένα. Όταν έχετε προσοχή και επιμέλεια και σε μένα θα είναι ωφέλιμο. Κάθε βράδυ ταμείο «τι έκανες; είτε σε πίκραναν, είτε πίκρανες», και ας βάλεις μετάνοια, θα γραφεί κι αυτό όπως περνάει ο σαλιαγκός κι αφήνει μια γραμμή. Όταν γράφετε συχνά στο γέροντα, αυτό θα σας βοηθήσει πολύ, γιατί όταν υπάρχει αυτή η παρακολούθηση θα φέρει τη χάρη του Θεού στην ψυχή σας κι εμένα θα μου μείνει χρόνος να προσευχηθώ.
Δοκιμάστε να μη φάτε ότι σας ανήκει, να μην κοιμηθείτε όσο κοιμάστε, να μην πιείτε μια μέρα νερό, για την αγάπη του Χριστού, να δείτε τι θα νοιώσετε, ο Θεός τα δωρίζει αυτά ...;
Λόγος της Γερόντισσας Μακρίνας 1971

Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή. Γι' αυτό, λοιπόν, πολλές φορές σας λέω, παιδιά κάντε τα καθήκοντα σας, γιατί κι εγώ έκανα φυσικά πολλά αδιάκριτα πράγματα κι έβλαψα τον εαυτό μου στο θέμα της υγείας μου, γιατί έκανα ανευλόγητα ήταν ο πολύς ό ζήλος τότε, δεν ήμασταν και σε κοινόβιο κι όσο θέλαμε τρώγαμε είτε κάναμε ξηροφαγία και δεν το λέγαμε στον πνευματικό. Εμείς ότι ακούγαμε απ' τις αναγνώσεις θέλαμε να τα εφαρμόσουμε και δεν λάβαινε γνώση ο πνευματικός μας. Ύστερα, λοιπόν, αρρωστήσαμε από αδενοπάθεια κλπ. γιατί ήταν αδιάκριτα. Γι' αυτό, λοιπόν, εμείς εδώ, επειδή είμαστε στην υπακοή, μέσα στο κοινόβιο, δε θα πρέπει να συμβαίνει αυτό το πράγμα.
Όταν κανείς βαδίζει την βασιλική οδό, δεν μπορεί να τον τραβήξει κανείς ούτε από δω, ούτε από κει. Φυσικά όταν γίνεται με ευλογία του Γέροντος ή της Γερόντισσας, αισθάνεται μέσα και ο γέροντας ότι πρέπει να το κάνει αυτό και δίνει ευλογία να το κάνει. Όταν όμως σου λέει δε θα το κάνεις αυτό, δεν πρέπει να το κάνεις .
Όταν τον πιέζουμε τον Γέροντα να μας δώσει μια ευλογία να κάνουμε κάτι, και μας τη δίνει χωρίς να θέλει παθαίνουμε και υστέρα λέμε πώς το έπαθα εγώ αυτό το πράγμα; Να γιατί, γιατί δεν έδωσε μ' όλη του την ψυχή την ευλογία.
Όταν κάνει υπακοή, έχει ταπείνωση η ψυχή. Γι' αυτό, λοιπόν, οι άνθρωποι, επειδή έχουμε σωματική ασθένεια και μια σχετική πείρα, γι' αυτό κι εγώ σας λέω καμία κουβεντούλα: είτε σας λέω παιδιά προσέξτε αυτό το πράγμα, είτε προσέξτε το θέμα της προσευχής σας, είτε το φαγητό σας, είτε τις μετάνοιες σας, είτε το α, το β, από πείρα τέλος πάντων. Γι' αυτό, λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια τέλεια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.
Αφού το λέει ο Γέροντας ή η Γερόντισσα αυτό, «να ναι ευλογημένο». Μα στραβό το λέει, μα κουτσό, μα αδιάκριτο είναι, μα άδικο είναι; Ό,τι κι αν είναι. Τόπε, τελείωσε. Αφού τόπε, να ναι ευλογημένο. Από πάνω είναι ο Θεός και το βλέπει και κρίνει. Είτε άδικο, είτε δίκαιο, εκείνος θα δώσει λόγο στο Θεό. Λοιπόν, εμείς οφείλουμε να υπακούσομε. Όσο ακρίβεια φυλάγει κανείς στη ζωή του, δηλαδή μ' αυτές τις παραγγελίες πού ακούμε απ' το γέροντα και διαβάζουμε, και τα εκτελούμε με πολλή σύνεση και σεβασμό, και από αυτού θ' αποκομίσουμε τη σωτηρία μας κι όλες τις αρετές.
Όταν, λοιπόν, λέμε ότι ετούτο δεν πειράζει, το άλλο δε βαριέσαι, το άλλο αφού το κάνει εκείνη, θα το κάνω κι' εγώ. Γιατί το κάνει εκείνη, θα το κάνης κι εσύ; Εκείνη μπορεί να την παρέσυρε ο πειρασμός και να είναι στο σκοτάδι της. Πρέπει να ακολουθήσουμε εκείνη πού είναι πεσμένη; Εμείς να κρατήσουμε να πούμε «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Να προσέξουμε κι εμείς τον εαυτό μας, να μην πέσουμε στο ίδιο. Γι' αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή. Έχει μεγαλείο η ζωή μας, έχει μεγάλη χάρη. Έχει τέτοιο βάθος και τέτοιο ύψος πού δεν μπορεί διάνοια να το φαντασθεί. Φυσικά αυτό θα το νοιώσει κανείς σε μια στιγμή πού θα τον επισκεφθεί η χάρις του Θεού, θα τον επισκεφθεί ο Κύριος. Ενώ όταν βρίσκεται στον πειρασμό του και σε μένα και σε όλους, γενικά μας φαίνεται ότι πια δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει τίποτε.
Όταν βλέπουμε τον εαυτό μας, και δεν κοιτάζουμε δεξιά κι αριστερά, κι ό,τι σάπια τα πετάμε, όταν κοιτάζουμε την οδό πού μας άνοιξε ό πνευματικός μας και ο γέροντάς μας, τότε αισθανόμαστε αυτό το μεγαλείο.
Εμείς μπορεί να σφάλλουμε σαν άνθρωποι, αλλά είπαμε, εσείς οφείλετε να κάνετε υπακοή και μέσα σ' αυτήν την υπακοή, θα βρείτε τον μαργαρίτη, τον χρυσό μαργαρίτη, θα βρείτε τα ουράνια, θα βρείτε όλα τα μεγαλεία της άνω ζωής, πού δεν έχουν τέλος, πού δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθεί αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά τα έχει η υπακοή. Όλες οι αρετές είναι μέσα στην υπακοή, μέσα στην ταπείνωση, γιατί άμα θα έχει ταπείνωση, θα έχει και υπακοή. Όταν κανείς δεν τα ψηλαφίζει και τα παίρνει επιπόλαια και ξεφεύγει από δω και ξεφεύγει από κει και δεν ενδιαφέρεται και λέει δε βαριέσαι ...; το δεν βαριέσαι αυτό είναι πτώσης. Ύστερα λέμε: πώς μου ήρθε αυτή η σκοτοδίνη, πώς μου ήρθε αυτή η ανορεξία της προσευχής, πώς με πνίξανε αυτοί οι λογισμοί, πώς μου ήρθε αυτός ο πόλεμος, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε από που μας έρχεται, είναι από το θέμα της παρακοής. Δηλαδή αν προσέξαμε τις υποσχέσεις πού δώσαμε την ώρα του σχήματος, τις υποσχέσεις πού δώσαμε πολλάκις στο γέροντα, επί παρουσία όλων, ότι θα βάλουμε καλή αρχή, «ευχηθείτε δια των ευχών σας να βάλω μια καλή αρχή», να διορθωθούμε γιατί είναι μια ομολογία αυτή, πού γίνεται ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων και αρχαγγέλων. Και για μια στιγμή, αυτήν την καλή αρχή την ξεχνάμε, και φεύγει από τη διάνοια μας και δεν λογαριάζουμε αν ο γέροντας μας νουθέτησε, εάν μας άφησε παραγγελίες, εάν μας είπε εκείνο πού θέλει ο Θεός.
Εάν όλα του κόσμου τα καλά τα κερδίσουμε, ζημιώσουμε αυτήν την πολύτιμη ψυχή; τα χάσαμε όλα. Γι' αυτό, ό,τι μπορούμε κατά δύναμιν να κάνουμε, να μην ξεφεύγουμε από τον σκοπό μας, να μην ξεφεύγουμε από τις υποσχέσεις πού δώσαμε ενώπιον Θεού, ανθρώπων και προεστώτων μας.
Κάθε φορά στον ερχομό του Γέροντα να του δίνουμε ζωή και χαρά, να μας βρίσκει οπλισμένες από τα πνευματικά εφόδια, με χαρίσματα πνευματικά, για να χαίρεται.
Κι' εμείς, όταν έχουμε την ακρίβεια αυτή, θα βλέπουμε την ψυχή μας να θρέφεται με το ουράνιο μάννα.
Όσο θα Τον αγαπήσουμε πραγματικά τον Χριστό, θα κρεμαστούμε στον τράχηλο Του, θα αγκαλιάσουμε τα πόδια Του, κι αν δεν υπάρχει κάτι στην ψυχή μας κι αν σαν άνθρωποι πέφτουμε «βοήθησε μας Χριστέ μου, ενίσχυσε μας, χάρισε μου φωτισμό, πρόσθεσε μου πίστη, αγάπη, πρόσθεσε μου σωφροσύνη, πρόσθεσε μου υπακοή». Θα τα ζητάει η ψυχή γιατί θέλει τη σωτηρία. Βλέπουμε ότι μας πολεμάει ένα πάθος" «Χριστέ μου βοήθησε με, ενίσχυσε με, με πολεμάει αυτό το πάθος, έως πότε θα σε πικραίνω με την παρακοή μου, μ' αυτό το έντονο πάθος, μ' αυτή τη σκοτοδίνη πού έχω μέσα μου, βοήθησε με». Όταν θα δει αυτόν τον πόνο και τα δάκρυα μας ο Θεός θα μας βοηθήσει. Όταν καταλαβαίνουμε ότι κάποιο κακό μας υπερνικά, είτε θυμός είναι, είτε περιέργεια, είτε αμέλεια, είτε σκοτοδίνη, είτε αναισθησία, να παρακαλούμε, να ικετεύουμε τον Θεό μας. Όλοι μας έχουμε τα πάθη και τα ελαττώματα μας. Όσο μπορούμε να λαμπρύνουμε την διάνοια μας. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε μας, φώτισε μας». Κι ο Χριστός μας υστέρα δεν θα μας ακούσει; Θα πει: το παιδί μου εύχεται, με παρακαλεί, πάει ο πειρασμός, το πειράζει κι εγώ ας το βοηθήσω γιατί με επικαλείται. Είδες η μάνα, όταν την φωνάζουμε και πεινάμε μας δίνει να φάμε. Εμείς πνιγόμαστε από λογισμούς και δεν Τον φωνάζουμε και μας κυριεύουν όλα τα πάθη και σκοτιζόμαστε και τα βλέπουμε όλα καλά και έχουμε μια αναισθησία στον εαυτό μας.
Όταν λείπει η προσοχή και η υπακοή έρχεται η αναισθησία.
Αν εξετάσει τον εαυτό του και ανοίξει το βιβλίο της ψυχής, να δει που ελύπησε τον Θεό, που λύπησε την αδελφή, αν έκανε προσευχή, αν έκανε μελέτη, αν είχε αυτομεμψία στον εαυτό της, αν έκανε γνήσια τα καθήκοντα της, τότε ανοίγοντας αυτό το βιβλίο, θα βλέπει τον εαυτό της μόνο και θα λέει ας κλειστώ στο κελλί μου να γονατίσω, να φωνάξω τον Θεό να με ελεήσει, γιατί πόσα χρόνια θα ζήσω; Πρόσκαιρη η ζωή.
Κι αν χάσουμε αυτό το μεγαλείο, το χάνουμε αιώνια και θα κλαίμε με μαύρα δάκρυα στην άλλη ζωή. Φεύγουμε και τότε θα λέμε τι χάσαμε; Τώρα λέμε ότι ο Θεός είναι εύσπλαχνος και θα μας σώσει. Ο Κύριος μας ανοίγει όλες τις πόρτες της σωτηρίας μας, και εμείς δεν θέλουμε να το καταλάβουμε, τότε, δεν μας φταίει κανένας.
Απ' τη μνήμη των αγίων δεν έφευγε η κόλασης. Όταν έρχεται η χάρις του Θεού, ο άνθρωπος θα δει τον εαυτό του, ότι βρίσκεται στην κόλαση, στον τάφο, μέσα στο πυρ. Κι αν θα μείνει πολύ στην ψυχή του ανθρώπου δεν αντέχει ο άνθρωπος, καταβάλλεται ο οργανισμός γι' αυτό ο Θεός το παίρνει και φέρνει τη χαρά.
Αυτή η θεωρία φέρνει πολλή ταπείνωση στην ψυχή του ανθρώπου, πολλή μετάνοια, βλέπει τον εαυτό του.
Όταν θα ρθει ο χορτασμός του Θεού, ο άνθρωπος δεν θέλει να βάλει τίποτε στο στόμα του. Μπορεί να μείνει μέρες νηστικός και να αισθάνεται γεμάτο το στομάχι του.
Πώς καταδέχεται ο Χριστός και θρονίζεται στην καρδιά του ανθρώπου και πόσο παρηγορεί και δροσίζει την ψυχή του ανθρώπου. Γι' αυτό θέλει πολλή προσοχή, ας βιάζουμε και εμείς τον εαυτό μας για να μην έχουμε να δώσουμε λόγο στο Θεό και σύμφωνα βέβαια, με τις υποσχέσεις μας και τη ζωή μας να εκτελούμε, κατά δύναμη, εκείνο πού θέλει ο Θεός και κατόπιν ευλογίας έστω και μία μετάνοια. Όταν λέμε: «ας το κάνω Γερόντισσα, δεν έχω τίποτα, είμαι καλά» και η Γερόντισσα δεν δίνει ευλογία και εμείς επιμένουμε. Βία, βία, βία έ! κάνε το, όπως θες κάμε. Έπειτα έρχεται η πληρωμή. Ενώ στην αρχή έκανες την προσευχούλα σου, την καταλάβαινες, κατά δύναμιν, υστέρα, με την εξόρμηση πού κάνεις εκείνη την ώρα, βλέπεις τον εαυτό σου γίνεται ένα ράκος και δεν μπορείς ψυχή τε και σώματι ν' ανορθώσεις μια λέξη, να πεις «Θεέ μου μνήσθητί μου». Γι' αυτό κάμετε υπακοή, πολλή υπακοή, αντιλογία καθόλου, να ναι ευλογημένο. Αυτό το «να ναι ευλογημένο» πόσο το ποθώ να τ' ακούσω! πόσο το νοσταλγεί ή ψυχή μου τόσα χρόνια; Ν' αναπαυθεί η καρδιά μου και να χαίρομαι. «Να ναι ευλογημένο» και να πάει στην δουλίτσα της, με σκυφτό το κεφαλάκι της, σταυρωμένα τα χεράκια της και να πάρει την ευλογία. «Άντε παιδάκι μου στην ευχή του Θεού. Και να πάρει την ευλογία και να πάει να ησυχάσει και να έχει ένα ωραίο σακκίδιο με την ευχή και να βλέπεις να τη βοηθά, βακτηρία από την υπακοή, «να ναι ευλογημένο», σταυρώνει τα χεράκια της και πάει στο διακόνημά της. Εκείνο, πού θα μας πει ο λογισμός μας ότι είναι δύσκολο, πώς θα το κάνω; Αυτό θα γίνει εύκολο, θα γίνει πούπουλο, όταν εσύ θα πάρεις τη βακτηρία σου και θα πας.
Είμαστε στρατιώτες του Χριστού. Σήμερα ο αξιωματικός θέλει τον στρατιώτη του να πάει στα σύνορα, αύριο στην πόλη, σήμερα στο παζάρι" δε θα πει κανείς «γιατί» ...;. «να ναι ευλογημένο». Αυτή είναι πνευματικό της, αυτό είναι μοναχισμός, αυτή είναι υποταγή, αυτή σωτηρία.
Υπακοή τυφλή, σιωπή, προσευχή, ταπείνωση, εγκράτεια στα λόγια, στις συμπεριφορές, στις κινήσεις μας, σε όλα μας. Αυτή είναι η χαρά και η αγαλλίασης των μοναχών.
Ο μοναχός ποιο πανεπιστήμιο θα περάσει; Η χαρά μας είναι, κάθε χρόνο, κάθε μήνα να παίρνουμε κι ένα βαθμό. Και να λέμε, σήμερα κόψαμε αυτό το πάθος, την άλλη, κατά δύναμη Χριστέ μου κι εγώ αγωνίζομαι να κόψω αυτό το πάθος. Αυτό είναι το Πανεπιστήμιο μας, από αυτό θα παίρνουμε βαθμούς, παράσημα, από τον Χριστό μας. Πολλή προσοχή στο θέμα της σωτηρίας μας, αν θέλουμε να πάμε στο Χριστό. Να προσπαθούμε να μην βάζουμε θέλημα, πού τσακίζει την ψυχή του ανθρώπου ...;.
Αν φαντασθεί κανείς τι ομορφιά έχουμε στο μοναστήρι! αλλά τα πάθη, τα ελαττώματα. Πώς κάνανε οι Άγιοι; σηκωνόντουσαν την νύχτα και πλένανε τα ρούχα των ασθενών, διακονούσαν τους φτωχούς, γιατί; πώς; Είχανε το Θείο ερωτά. Εμείς μέσα στο μοναστήρι μας πώς πρέπει να είμαστε; να πετάει η καρδιά μας, να μην γογγύζει να πάμε όλοι μαζί, για την αγάπη του Χριστού, να βοηθήσουμε, να μην ξεσυνερίζεται η μία την άλλη. Ο Θεός θα δει τα βήματα του καθενός, πρέπει να κοπιάζεις για να δεις το Χριστό θέλει βία, εκτός αν υπάρχει ασθένεια. Αλλά όταν μπορεί κανείς να προσφέρει και δεν το κάνει και φυλάει τον εαυτό του, όπως θα στρώσει έτσι θα κοιμηθεί. Πολλά εργάζεται, πολλά θ' απολαύσει.
Τότε πού εργαζόμουν έλεγα την προσευχή και δεν μιλούσα και είχα ωφέλεια και σωματική και ψυχική. Όταν κανείς αγωνίζεται δεν αφήνει ο Θεός γεμίζει το μπαούλο του «χρήματα», γεμίζει αρετές και αυτά θα τα φορτωθεί πηγαίνοντας στον ουρανό. Δεν το κάνει κανείς ούτε για την Γερόντισσα, ούτε για τον Γέροντα, αλλά για την Παναγία. Άμα σκεφθεί αυτό, όχι προθυμία, όχι ζήλος, θα θέλει το μοναστήρι να το γλύφει με τη γλώσσα του τόση χαρά! Να χουμε τάξη και σειρά στο μοναστήρι. Και για όλα αυτά πληρώνεται από την Παναγία και λαμβάνει χάρη στην ψυχή του μέσα. Και όταν κάνει το κάθε πράγμα με ταπείνωση «εγώ δεν κάνω τίποτε, αλλά ο Θεός μου δίνει δύναμη και το κάνω». Δεν τα βλέπουμε εδώ, θα τα δούμε στον ουρανό ...;.
* * *
Διάφορα ωφέλιμα

Προσπαθώ με την προσευχή να σας βοηθήσω.
Έλεγα: Πώς γίνεται και να μην έρχεται η Θεία Χάρις στην ψυχή μας; ποια είναι τα εμπόδια, τι φταίει; Και βλέπω κατά σειρά δυο βράδια και ένα μεσημέρι τα εξής:
Το πρώτο βράδυ βλέπω και ανατέλλει ένας ήλιος πολύ λαμπερός και φωτεινός και μέσα μου έλεγε μια φωνή, ότι έτσι φωτίζεται από την Θεία Χάρη ο άνθρωπος όταν έχει πολλή βία και αυταπάρνηση, και ό,τι θλίψη είχα, μου την πήρε αυτό πού είδα ...;.
Το άλλο βράδυ είδα πολλά τοιχώματα και μόλις έμπαινε ανάμεσα λίγο φως, με την ανατολή του ηλίου, και περνούσε καμιά ακτίνα. Και μια φωνή μου έλεγε ότι είναι στον άνθρωπο πού δεν κάνει τα έργα του Θεού όπως πρέπει. Και πάλι το άλλο μεσημέρι έβλεπα μικρά-μεγάλα τοιχώματα και κοίταζα σε ποιο μέρος θα μπει λίγος ήλιος. Και έλεγα: Τι Μεγάλος Θεός είναι! Παρ' όλο ότι αμαρτάνουμε, ότι έχουμε τοιχώματα, έστω και λίγο φως έρχεται και κοιτάζει να μας ζεστάνει, να μας ζωογονήσει, να έχουμε πότε-πότε μια παρηγοριά. Και έφυγε η λύπη, και σαν να μου έλεγε μη στεναχωριέσαι, θα βγει εκείνος ο ήλιος και θα διαλύσει όλα τα τοιχώματα.
Γι' αυτό ας προσέξουμε, ας βοηθήσουμε τον εαυτό μας με την προσευχή και να ζητήσουμε το φως της Θεότητος να έρθει να λάμψη μέσα μας. Ν' αφήσουμε τις συζητήσεις και να κυνηγήσουμε τον Θεό για να μας ανοίξει τον Παράδεισο.
Πρέπει όμως και εμείς ολοψύχως να τον αγαπήσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης ισχύος μας ...; Σας τα λέω αυτά από πολύ πόνο γιατί είναι μεγάλο το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε αψήφιστα και ρηχά. Λίγο φόβο Θεού, λίγη αυταπάρνηση, το όνομα του Θεού να κυνηγάμε και τότε θα δείτε ο Θεός τι θα μας χαρίσει.
* Ο Θεός μας χαρίζει ένα αμπέλι πού έχει πέτρες, αγριάδες και σου λέει αυτό στο χαρίζω, όπως θέλεις φτιάξτο. Και παίρνεις και σκάβεις και πετάς τις πέτρες και τις αγριάδες. Μετά το οργώνεις, το φυτεύεις, το λιπαίνεις, το καλλιεργείς κ.λπ.
* Πάντα να έχουμε αμφιβολία και στο αυτί και στο στόμα, γιατί καμιά φορά λέμε μια λέξη πάνω στο θυμό μας και δεν την θυμόμαστε και τα παίρνουμε όλα στην πλάτη, τα ανευλόγητα κ.λπ. κι υστέρα γονατίζουμε και πάσχει η ψυχή μας, πάσχει το σώμα μας, η διάνοια μας. Κυρίως το στόμα μας να προσέξουμε, για να ρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή μας, για να μην υστερούμεθα τα μεγαλεία του Θεού.
Ο Θεός θέλει προσευχή - προσοχή και ταπείνωση.
Τόπε ή γερόντισσα; Να ναι ευλογημένο. Όταν δεν δίνετε σημασία, παθαίνετε ζημιές. Βουλοκέρι στο στόμα για να μπορέσουμε να λέμε την «ευχή» μέσα μας, γιατί τότε ούτε θα θυμώνουμε, ούτε θα κατακρίνουμε. Γι' αυτό Προσοχή - Προσοχή - Προσοχή! Ό Θεός τότε θα μας ελεήσει, θα μας ενισχύσει, θα μας βοηθήσει πολύ. Άμα προσέξουμε θα μας στεφανώσει ο Χριστός.
Πώς λέμε, τι προσεκτικός άνθρωπος!
Λίγα λογάκια λέει, δεν προτρέχει. Να προσέχουμε την αργολογία. Να δαγκώνουμε λίγο τη γλώσσα μας για να λέμε και καμιά ευχή. Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε και λίγο τη νύχτα, να θυμηθούμε και τους ανθρώπους πού έχουν ανάγκη ...;.
Γι' αυτό να ζητάμε σύνεση, επίγνωση των πραγμάτων που θα πούμε, τι δεν θα πούμε.
Αν είχαμε καρκινώματα και πονούσαμε δεν θα κλαίγαμε; δεν θα παρακαλούσαμε τον Θεό να μας θεραπεύσει;
Έτσι και σε μας για την ψυχή μας είναι η αντιλογία, η παρρησία και η κατάκριση. Να μην ανοίγουμε τάρτες και παράθυρα και τους χαϊδεύουμε τους λογισμούς μας και δίνουμε και πολυθρόνα. Ύστερα πώς θα απαλλαγούμε από αυτούς;
Θέλει να πολεμούμε τους λογισμούς μας. Ό,τι ακάθαρτος λογισμός, πέταμα.
Να είμαστε συνεπείς στην εκκλησία, στο διακόνημά μας και ο Θεός θα μας βοηθήσει. Προσέξτε την παρρησία, την μεγαλοφωνία, την αργολογία και την κατάκριση.
Να μη κάνετε στέκια. Όσο ανοχή κάνει ο προεστώς, μετά επεμβαίνει ο Θεός στον καθένα μας και να προσευχώμεθα για τον γέροντα" Να λέμε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησε τον δούλο σον» και «Υπεραγία Θεοτόκε, ενίσχυσαν τον δούλον σου».
* * *
* ...;Απ' τη μια να φωνάζει, να λυπεί τον αδελφό, να κατακρίνει και απ' την άλλη να κοινωνάει είναι φοβερό. Περνάμε και βλέπουμε ένα σκουπιδάκι και το καταφρονούμε. Να συλλάβουμε στη διάνοια μας ότι εδώ πού πατάμε βαδίζει η Παναγία. Το σπίτι της Παναγίας να το χουμε να λάμπει. Ο μοναχός πρέπει να είναι πολυόμματος. Αν δεν κάνουμε ότι θέλει ο Θεός κατακρινόμαστε. Αν εξετάσουμε τον εαυτό μας θα δούμε ένα κόσμο καταφρονήσεως, αργολογίας, κατακρίσεως. Πώς ζητούμε να ρθει η Θεία λαμπρότης, η γλυκύτης, το πυρ της Θεότητος; Πρέπει να τα ζούμε, να τα γευόμαστε εδώ πού είμαστε. Η προσευχή πρέπει να γίνεται με φόβο Θεού. Στην εκκλησία να μην πηγαινοερχόμαστε. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη για το Θεό. Χάνουμε τον χρόνο μας με τις κουβέντες, γι' αυτό αισθανόμαστε άδειες και ανικανοποίητες, γιατί δεν έχουμε προσευχή. Ο φόβος του Θεού φέρνει εγκράτεια, αγάπη προς τον πλησίον. Δεν έχουμε τίποτε μέσα μας γι' αυτό πρέπει να κλάψουμε, γιατί λέμε ότι είμαστε αφιερωμένες, και αυτό είναι ψέμα. Θα μείνουν μόνο τα καλά έργα. Να κάνουμε προετοιμασία της Θ. Μεταλήψεως. Εάν καταλαβαίνετε κάτι σας βαραίνει δεν πρέπει να πλησιάζετε. Αφού ο άλλος λυπήθηκε μαζί σου πώς εσύ κοινωνάς; Γιατί να μην πάμε να φτερουγίσουμε στο θρόνο του Θεού; και να προτιμάμε τις συζητήσεις;
* Όποια κάνει οικονομία, προσέχει στο φαγητό της δεν θα στερηθεί. Να γίνεται οικονομία για να μας σκεπάσει ο Θεός. Φοβάμαι πολύ την πείνα. Όποιος δεν την έζησε ...; Είπα, στη ζωή μου δεν θα πετάξω ούτε μια μπουκίτσα. Έβλεπα τις πέτρες κι έλεγα «Χριστέ μου κάνε τις ψωμάκι να φάω, να στηριχθώ στα πόδια μου». Θα ρθει εποχή που δεν θα υπάρχουν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια. Εμείς πρέπει να παρακαλούμε την Παναγία να μας σκεπάζει από τις παγίδες του διαβόλου και τους κακούς ανθρώπους.
Να μην αργολογούμε, καιρός μετανοίας. Ολα τα λεπτά θα μας τα ζητήσει ο Θεός και τις μέρες μας που φεύγουν.
Και τα παπούτσια μας και τις κάλτσες μας όλα να τα οικονομούμε. Θα με θυμηθείτε μια μέρα. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα για να φωτίσει ανθρώπους να μας φέρνουν ...;.
* * *
Με την μεμψιμοιρία μας και τα χαζά μας τα χάνουμε όλα και ζημιωνόμαστε το Θείο Μεγαλείο.
Αν σκεφτόμασταν τι χάνουμε, τι μας κάνει ο διάβολος, θα κλαίγαμε μέρα-νύχτα.
Επειδή λοιπόν κάθε μέρα μας ρίχνει στην μεμψιμοιρία, θα σας πω κάτι, αν και ήθελα να το νοιώθω μόνη μου και να το βλέπω. Αυτό είναι πολύ σοβαρό και να το τυπώσετε. Ο Θεός δεν το δίνει στον τυχόντα, αλλά στον προεστώτα για να βάλει σωστή γραμμή. Και τα παρουσιάζει αυτά ο Θεός για να μη κολασθούμε, γιατί ξεφύγαμε πάρα πολύ ...; Αυτά τα δείχνει ο Θεός επειδή είναι τέτοια η θέση μου για να μπορέσω να σας κυβερνήσω.
Μ' αυτήν την μεμψιμοιρία, τα γέλια, τις χειρονομίες, ξεφύγαμε πολύ και χάνουμε τις ώρες μας και τυλίγεται το βιβλίο και βλέπεις στα πρόσωπα μας μια δαιμονική μορφή.
Αυτό πού θα σας πω είναι πράγμα αισθητό - πνευματικό. Το βλέπω με την ψυχή μου.
Αυτό είναι πράγμα πνευματικό πού δεν μπορείτε να το νοιώσετε.
Βλέπω ένα βόδι απ' τα μεγαλύτερα πού υπάρχουν στον κόσμο, ένα βόδι με κάτι μάτια γουρλωμένα και φλογισμένα κι έχει μια φουστανέλα με γαζί κι αυτή η φουστανέλα του είναι όλο βελόνια και βλέπεις την μια την τραυματίζει στο κεφάλι και πέφτει κάτω -έτσι τα βλέπω, τα λέω για να διορθωθούμε για την αγάπη του Χριστού την άλλη την τραυματίζει στα πόδια της, δεν μπορώ να κάνω εκείνο, το άλλο, είναι του διαβόλου αμέλεια.
Να μην κάνουμε προσευχή, να μη σηκωθούμε να πάμε το πρωί στην εκκλησία, να μην πάμε στην ώρα μας στην ακολουθία, να χάνουμε τα πνευματικά μας, για να γίνει το κέφι του διαβόλου ...;.

Ευχές της γερόντισσας στην τράπεζα πριν από την αγρυπνία των Χριστουγέννων

«Απόψε εύχομαι να Τον δούμε τον Χριστό μέσα μας, να γεννιέται και να γίνει οδηγός μας μέχρις εσχάτης μας αναπνοής. Καλή αγρυπνία, δύναμη να μας δώσει η χάρις του Θεού.
Άγγελοι και αρχάγγελοι και εξουσίαι θα χοροστατούν απόψε. Νοερώς να είμαστε γονατισμένες στη Βηθλεέμ, στη Φάτνη, στον αστέρα, εκεί οπού με δόξα θα γίνεται αγρυπνία ολονύχτια. Να Τον αγκαλιάσουμε, να Τον χαϊδέψουμε τον Χριστό μας όπως η Παναγία. Να σκιρτήσει σαν βρέφος στις ψυχές μας. Να Του δείξουμε την αγάπη μας και να γίνει ψυχική και σωματική αναγέννηση -Χρόνια πολλά, σας εύχομαι, ευλογημένα παρά Κυρίου -Αμήν Γένοιτο».
* * *
Σε επιστολή του ο κ. Μ.Κ., προϊστάμενος Π. Εκπαιδεύσεως από την Αθήνα, πού έγραψε 12 ήμερες μετά την εκδημία της μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας Μοναχής, 16-6-95, μεταξύ των άλλων μας ανέφερε και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρινά ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Μορφή οσιακή. Δεμένη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ήταν πνευματική μάνα, και είχε το χάρισμα να σε ξεκουράζει ...; Η Γερόντισσα Μακρινά διακρινόταν από την χάρη που την διακατείχε ...;.
Τα νεανικά της χρόνια τα πέρασε στο Βόλο. Ο Άγιος Θεός την δοκίμασε ως χρυσόν στο χωνευτήρι. Πείνασε και δίψασε. Πολλές φορές παρακαλούσε τις πέτρες να γίνουν ψωμάκια. Αργότερα λυπόταν όταν έβλεπε τεμάχια άρτου στους δρόμους πεταμένα ...; Η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Κύριο. Αγάπησε τον Νυμφίον της Εκκλησίας και έγινε αξία νύμφη Του.
Συνεδέετο με τον Μακαριστόν Γέροντα π. Ιωσήφ τον Ησυχαστήν και είχε πνευματικόν Γέροντα τον π. Έφραίμ της Ί. Μονής Φιλόθεου Αγ. Όρους.
Πολύ νωρίς έλαβε γνώση της ευχής του Ιησού Χρίστου και το ιερό κομποσχοίνι ήταν πάντα στα χέρια της. Μάλιστα συνεχώς μοίραζε και στους λαϊκούς, για να προσεύχονται με την ευχή.
Στο Ιερό Κοινόβιο της Μονής είχε χωρίσει σε ομάδες τις αδελφές και ηή ευχή λεγόταν συνέχεια.
Ο Κανόνας της Μονής ήταν η ευχή και η καθημερινή Θεία Λειτουργία ...;.
Συνήθιζε η Γερόντισσα Μακρινά να κάνει πνευματικές περιοδείες για δική της ψυχική ωφέλεια και για πνευματικούς λόγους ...;.
Η αείμνηστος Γερόντισσα έζησε πολλές καταστάσεις Χάριτος, τόσο στο χαριτωμένο κελλάκι της, όσο και στην εκκλησία ...;.
Στο πρόσωπο της είδα να βιώνεται η θεωρία του Χριστιανισμού πλήρως. Όχι μόνο λόγια, αλλά και έργα. Η ζωή της υπήρξε: Προσευχή, διδασκαλία και αγάπη στην πράξη. Ήταν ο καλός Σαμαρείτης.

Η Γερόντισσα Μακρινά στο Λονδίνο

Προ ετών η Γερόντισσα είχε ένα θέμα υγείας και μετά από προσευχή και κατόπιν υπακοής πήγε στο Λονδίνο. Έκανε μια μικρή επέμβαση στο έντερο. Συνοδεύετο από μερικά πνευματικά παιδιά της. Το πρώτο βράδυ ήταν δύσκολο. Σύμφωνα με το τυπικό του Νοσοκομείου στην Γερόντισσα δεν επέτρεψαν να μείνει κάποιος το βράδυ κοντά της. Όταν όλοι έφυγαν η Ηγουμένη της Ιεράς της Παναγίας Οδηγητρίας έμεινε μόνη. Μόνη με αρκετή δυσκολία το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση. Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο γιατροί μαύροι. Της συμπεριφέρονται ευγενικά και συμπαρίστανται στην αγωνία της Ο ένας την κρατά αγκαλιά και ο άλλος με το πτυελοδοχείο και γάζες βοηθούν να περάσει το σημείον της δυσκολίας. Το πρωί φεύγουν οι ιατροί. Μάρτυρες του γεγονότος οι γάζες σε μια γωνιά του δωματίου ευρισκόμενες. Όταν έρχονται τα παιδιά της η Μητέρα είναι πολύ καλά. Όταν ζητούν από την προϊσταμένη τα ονόματα των ιατρών, πληροφορούνται ότι μαύροι ιατροί δεν υπάρχουν στο Νοσοκομείο. Η Γερόντισσα προσεύχεται δια την λύσιν του προβλήματος και παίρνει την πληροφορία, ότι οι μαύροι ιατροί ήταν το ζεύγος των Αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία.
Το ίδιο βράδυ γινόταν πολύ προσευχή και στο Άγιον Όρος.
Τέτοιες καταστάσεις περνούσε πολλές η Γερόντισσα, δια τούτο ευρίσκετο πάντοτε εις κατάσταση Χάριτος και προσφοράς Αγάπης.

Διδαχές της Γερόντισσας

* Ο άνθρωπος από την φύση του είναι παρήκουος. Γι' αυτό πρέπει να κάνουμε άσκηση να γίνουμε υπάκουοι. Σ' αυτό βοηθά η Χάρη του Θεού, η ευχή του Γέροντος και ο προσωπικός αγώνας.
Να φροντίσουμε, έλεγε, να νικήσουμε τα πάθη μας. Τακτική εξομολόγηση και εξαγόρευση των λογισμών. Πίσω από κάθε μας ενέργεια να ευρίσκεται ο Χριστός, Αυτό γίνεται όταν παίρνουμε ευλογία. Κοπή θελήματος είναι ό,τι πιο ευλογημένο υπάρχει δια τον Πνευματικόν άνθρωπον.
Αγάπη. Η προσφορά της Γερόντισσας ήταν μεγάλη σ' όλους τους τομείς. Αγάπη που έφθανε σε όρια θυσίας. Όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Είχε την Αγάπη του Ευαγγελίου. Είχε τα πάντα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ 09-12-2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Ποια είναι τα γνωρίσματα της ταπεινώσεως;

Όπως ή υψηλοφροσύνη είναι διασκορ­πισμός της ψυχής δια της φαντασίας πού την μετεωρίζει καί την αφήνει να πετά γύρω από τα σύννεφα των λογισμών της, ώστε να περιστρέφεται γύρω από όλη την κτίση, έτσι καί ή ταπείνωσις συνάζει την ψυχή στην ησυχία καί την κάμνει να συνελίσσεται στον εαυτό της. Καί Όπως ή ψυχή είναι άγνωστη καί αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, έτσι καί ο ταπεινόφρων είναι άγνωστος ανάμεσα στους ανθρώπους. Καί όπως ή ψυχή είναι κρυμμένη μέσα στο σώμα από την θέα καί την ανάμιξη με όλους τους ανθρώπους, έτσι καί ό αληθινός ταπεινόφρων, όχι μόνο δεν θέλει να βλέπεται καί να γνωρίζεται από τους ανθρώπους, έφ' όσον είναι αποχωρισμένος καί απομακρυσμένος από όλους, άλλα έχει τούτο το θέλημα αν είναι δυνατό να βυθιστεί μέσα στον εαυτό του, να είσέλθη εκεί μέσα καί να κατοίκηση με ησυχία, να εγκα­τάλειψη εντελώς όλες τις προηγούμενες σκέψεις του μαζί με τις αισθήσεις, να γίνη σαν κάποιον πού δεν υπάρχει για την κτίση καί δεν ήλθε ποτέ σε ύπαρξη, σαν κάποιον πού δεν γνωρίζεται ούτε από την ίδια την ψυχή του. Και όσο περισ­σότερο είναι κρυμμένος καί αποθησαυρισμένος καί αποχω­ρισμένος από τον κόσμο, τόσο είναι ολόκληρος δοσμένος στον Δεσπότη του.

Τον ταπεινόφρων δεν ευχαριστείται ποτέ βλέποντας τις συναθροίσεις καί τις συγκεντρώσεις των όχλων, την ταραχή καί τις φωνές, την άνεση, την μέριμνα καί την τρυφή, από την οποία προέρχεται η ακρασία δεν ευχαριστείται ούτε με τους λόγους, τις συναντήσεις, τις φωνές και με τον διασκορπισμό των αισθήσεων άλλα περισσότερο από όλα προτίμα να σκληραγωγείται απομονωμένος στην ησυχία και χωρισμένος από όλην την κτίση, φροντίζοντας τον εαυτό του σε ήσυχο τόπο. Και γενικά ποθεί την μικρότητα και την ακτημοσύνη, την στέρηση και την πτώχεια, αντί να ασχολείται με πολλά πράγματα και αλλεπάλληλα έργα, να μένη ήρε­μος και αμέριμνος σε κάθε ώρα και στιγμή, χωρίς σύγχυση για τα εδώ, ώστε να μη εξέλθουν από μέσα του οί λογισμοί του. Διότι είναι πεπεισμένος ότι, αν πέση στα πολλά πρά­γματα, δεν μπορεί να αποφυγή την σύγχυση των λογισμών τα πολλά πράγματα είναι πολλές φροντίδες, κι' αυτές σημαί­νουν συσσώρευση ποικίλων και συνθέτων λογισμών.

Τότε, ως ανώτερος πού είναι για να επιτυχή την ειρήνη των λογισμών του, εγκαταλείπει την μέριμνα για τα γήινα, πλην των μικρών πραγμάτων πού του είναι χρήσιμα στις ανάγκες του, οπότε ή διάνοια αναλαμβάνει μοναδική φροντίδα την τήρηση των αγαθών λογισμών της. Αν όμως οί ανάγκες δεν του επιτρέψουν να μόρφωση αγαθούς λογι­σμούς, τότε καταλήγει στο να βλάπτεται και να βλάπτει. Έτσι ανοίγεται ή θύρα στα πάθη και απομακρύνεται ή γα­λήνη της διακρίσεως, φεύγει ή ταπείνωσις και κλείετε ή θύρα της ειρήνης. Για όλα λοιπόν αυτά αδιαλείπτως προφυ­λάσσεται από τα πολλά πράγματα κι' έτσι παντοτινά ευρί­σκεται σε γαλήνη και ανάπαυση, σε ειρήνη, προσήνεια και ευλάβεια.

Στον ταπεινόφρονα δεν υπάρχει ποτέ βία ή ταχύτης ή σύγχυσης, ούτε σκέψεις θερμές και ελαφρές, αλλά πάντοτε παραμένει σε ανάπαυση. Αν κολληθεί ό ουρανός στην γη, ό ταπεινόφρων δεν τρομάζει. Δεν είναι ταπεινόφρων κάθε ήσυχος άνθρωπος, άλλα κάθε ταπεινόφρων είναι ήσυχος. Όποιος δεν είναι ταπεινόφρων, δεν είναι ευπειθής ευπειθείς όμως, πού δεν είναι ταπεινόφρονες, θα εύρης πολλούς. Αυτό είναι εκείνο πού είπε ό Κύριος, ό πράος και τα­πεινός· «μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος καί ταπεινός στην καρδιά, καί θα βρείτε ανάπαυση στις καρδιές σας». Ό ταπεινόφρων ευρίσκεται πάντοτε σε ανάπαυση, διότι δεν υπάρχει τίποτε πού να κινεί ή να φοβίζει την διάνοια του και όπως δεν μπορεί κανείς να φοβίσει ένα βουνό, έτσι δεν φο­βείται ή διάνοια του. Ίσως δεν θα ήταν άτοπο να λεχθεί ότι ό ταπεινόφρων δεν είναι από τούτον τον κόσμο, διότι ούτε στις λύπες τρομάζει καί αλλοιώνεται, ούτε στις χαρές εκ­στασιάζεται καί ικανοποιείται. Όλη ή ευφροσύνη του καί ή αληθινή αγαλλίασης στηρίζεται στον Δεσπότη του.

Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί ή καλοσύνη καί ή αυτοσυγκέντρωσης δηλαδή ή σωφροσύνη των αισθήσε­ων, σύμμετρη φωνή, σιγανοφωνία, αυτοκαταφρόνηση, ευτε­λές ένδυμα, ήσυχο βάδισμα, χαμηλό βλέμμα, υπεροχή στην ελεημοσύνη, ταχύτης στα δάκρυα, άπομόνωσις ψυχής, συν­τετριμμένη καρδιά, ακινησία θύμου, αισθήσεις συμμαζεμένες, ολιγοκτησία, μέτριες απαιτήσεις, αντοχή, υπομονή, αφοβία, δύναμις καρδίας προκαλούμενη από το μίσος της πρόσκαιρης ζωής, υπομονή των πειρασμών, βαρείες καί όχι ελαφρές σκέψεις, κατάσβεσης λογισμών, προφύλαξης των μυστικών της σωφροσύνης, αιδημοσύνη, ευλάβεια· καί επά­νω από όλα αυτά, ή παντοτινή ησυχία, ή συνεχής προσφυγή στην αγνωσία.

Καμιά ανάγκη δεν ευρίσκει τον ταπεινόφρονα πού να τον πιέζει να ταραχθεί ή να συγχυσθεί. Ό ταπεινόφρων, όταν μένη μόνος, ντρέπεται τον εαυτό του. Εγώ παρατηρώ με θαυμασμό ότι, αν είναι κανείς ταπεινόφρων πραγματικός δεν τολμά να προσευχηθεί στον Θεό, όταν πλησιάζει στην προσευχή, ούτε να εμφανιστεί ως άξιος γι' αυτήν ούτε να ζήτηση κάτι άλλο δεν γνωρίζει τι προσεύχεται, αλλά μόνο σιωπά και συγκρατεί όλες τις σκέψεις του, περιμένοντας μόνο το έλεος και το θέλημα πού θα έξέλθη γι' αυτόν από την προσκυνητή μεγαλοσύνη, όταν το πρόσωπο του κλίνη στην γη και ή εσωτερική θέα της καρδιάς του ύψωθή προς την υψηλή αγία πύλη των αγίων εκεί όπου είναι εκείνος,
του οποίου κατοικία είναι ό γνόφος πού αμβλύνει τα μάτια του Σεραφείμ και με την δύναμη του τρομάζει τους λεγεώνες των χοροστασιών τους και επιβάλλει σιωπή σε όλα τα τάγ­ματα τους. και τούτο μόνο τολμά να ειπεί καί να προσευχηθεί Ας γίνη σ' εμένα, Κύριε, κατά το θέλημα σου.

Κι' εμείς ας λέγομαι το ίδιο για μας. Γένοιτο

http://oparadeisos.wordpress.com/2011/05/11/%ce%b5%cf%81%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%83%ce%b9%cf%82-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%b1-%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%81%ce%af%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82/#more-6697

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011




Η αύξηση της εγκληματικότητας, η τρομοκρατία, η οικονομική κρίση συμβαίνουν γιατί υπάρχουν σχέδια παγκοσμιοποίησης και ελέγχου των μαζών με το χάραγμα του Αντιχρίστου. Σχεδιάζουν οικονομική κρίση γιατί όταν οι οικονομίες στον κόσμο καταρρεύσουν θα εμφανιστεί ο Αντίχριστος. Θα αρπάξει την παγκόσμια εξουσία υποσχόμενος νέα εποχή. Το νέο νομισματικό σύστημα θα είναι χωρίς μετρητό χρήμα.

Άρα δε θα διορθωθεί η κατάσταση αλλά θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.

Θα είναι μια δοκιμασία για να φανούν οι αληθινοί χριστιανοί πιστοί στο Χριστό.

Ας φροντίσουμε να έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας που πήραμε με το βάπτισμα. Με το χάραγμα θα χάσουμε τη θεία χάρη, τη φώτιση και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος για να κάνουμε το θέλημα του Θεού. Θα χάσουμε την ελευθερία μας. Θα χάσουμε την ευλογία και την προστασία του Θεού. Ο Θεός δε θα στέλνει την ευλογία του σε όσους έχουν το χάραγμα και λατρεύουν τον Αντίχριστο σα Θεό. Έτσι θα πεινάσουν κι αυτοί. Κι ο Αντίχριστος δε θα μπορεί να τους δώσει τροφή.

Ας μάθουμε να ζούμε χριστιανικά, απλά, ταπεινά, φτωχικά, μόνο με τ' αναγκαία, χωρίς καταναλωτική μανία, πλεονεξία. Να μην έχουμε χρέη, δάνεια, πιστωτικές. Να δίνουμε τ' αναγκαία και σ' αυτούς που δεν έχουν. Κι ας προσευχόμαστε να μας προστατεύει ο Θεός γιατί η αστυνομία δεν μπορεί πια να μας προστατεύσει. Πραγματικά φοβόμαστε να περπατάμε στους δρόμους. Ας μην κρατάμε τσάντες που θα προσκαλούν τους κλέφτες να μας τις πάρουν.


elenitheof

11/5/2011

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Παγκόσμια κυριαρχία του Αντιχρίστου 2

Πώς διαλύεις μια χώρα
http://www.youtube.com/watch?v=u62yjPsfoZo&feature=player_embedded

Παγκόσμια διακυβέρνηση τα 8 τελευταία βήματα
http://www.youtube.com/watch?v=_i9cQvilEUE&feature=player_embedded

Μια αλήθεια που δεν σας είπαν και δε σας έδειξαν ποτέ
http://www.youtube.com/watch?v=bsB0JaUBPWg&feature=player_embedded

Τον τελευταίο καιρό διαβάζω πολλά τρομακτικά σενάρια για σχέδια των illouminati, των μασόνων, των σιωνιστών και όλων των αντίχριστων που έχουν τον παγκόσμιο έλεγχο, για την παγκοσμιοποίηση, την παγκόσμια κυβέρνηση, τη νέα τάξη πραγμάτων, τη νέα εποχή, τη μετενσάρκωση που είναι δαιμονική πλάνη για να μη μετανοούμε αφού θα ζήσουμε κι άλλες ζωές, τους εξωγήινους που θα έρθουν να μας σώσουν αλλά στην πραγματικότητα είναι δαίμονες που μας πλανούν, την κάρτα του πολίτη, το τσιπάκι που μελλοντικά θα μας επιβάλλουν για να μας ελέγχουν, την πανθρησκεία, τη στημένη οικονομική κρίση, την τρομοκρατία, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, Γ΄παγκόσμιο πόλεμο, απαγόρευση οικιακής καλλιέργειας για να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα τρόφιμα τα οποία θα κάνουν τους άντρες ομοφυλόφιλους και ανίκανους να κάνουν παιδιά, τα παιδιά θα γεννιούνται μόνο με εξωσωματική γονιμοποίηση κατά την οποία φονεύονται εμψυχωμένα έμβρυα για να γεννηθεί 1 παιδί, υποσυνείδητα μηνύματα στα παιδιά, σατανιστές, ομοφυλόφιλοι, προπαγάνδα από τα Μ.Μ.Ε. για σεξουαλική διαστροφή, βία, πορνεία, μοιχεία, ομοφυλοφιλία, για να αποδυναμώσουν τις θρησκευτικές αξίες του λαού και να τον απομακρύνουν από την εκκλησία και το θέλημα του Θεού, διάλυση της παιδείας, της αστυνομίας, του στρατού, της εθνικής μας ταυτότητας, αλλαγή της ελληνικής ιστορίας, αλλαγή της σύνθεσης του ελληνικού πληθυσμού, ψέκασμα με χημικά για να αρρωσταίνουμε και να μην αντιδράμε, αρρώστειες, εμβόλια με υδράργυρο για μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.

Σχεδιάζουν να προσφέρουν στον Αντίχριστο την παγκόσμια εξουσία.

Οι πολιτικοί παρακινούμενοι από τις μασονικές στοές και το διάβολο που τις διοικεί τα έβαλαν με το νόμο του Θεού και την Εκκλησία, προωθούν νόμους αντίθετους με το θέλημα του Θεού και τη θρησκευτική συνείδηση του λαού διότι αυτό απαιτεί η πρόοδος για την καταστροφή.

Ο διάβολος που τους παρακινεί θέλει να μας σκλαβώσει και να μας καταστρέψει ενώ ο Χριστός μας ελευθέρωσε από τον αιώνιο θάνατο και την αμαρτία.

Η ψυχή μου γεμίζει από φόβο για το μέλλον μας.

Όμως κάτι μέσα στην ψυχή μου με γαληνεύει και με καθησυχάζει. Ο Χριστός είναι μαζί μας, μας αγκαλιάζει με αγάπη, περιμένει έμπρακτη μετάνοια και δεν θα μας εγκαταλείψει αν εμείς είμαστε κοντά του και κάνουμε το θέλημά του.

Ο Χριστός να μας προστατεύει όλους.

tooneirotoufegariou
5/5/2011