Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Η αγάπη στο Χριστό




Χριστέ μου, σε παρακαλώ
έλα στην καρδιά μου την αμαρτωλή
κάνε με να σ' αγαπώ
με αγάπη ανιδιοτελή.

Μες στην αγάπη Σου να ζω
ταπεινά χωρίς εγωισμό.
Να σε λατρεύω μυστικά
τα λόγια  Σου να τηρώ σιωπηλά.

Μες στον παράδεισο να ζω
μαζί με τ' αγγελούδια να σε υμνώ
τη δική Σου δόξα να ζητώ
την αμαρτία να περιφρονώ.

Με απλότητα να ζω
κανείς να μην το ξέρει
πόσο Σ' αγαπώ
πόσο η καρδιά μου υποφέρει.

Η καρδιά σιωπηλά να υπομένει
μόνο για Σένα κάθε πειρασμό
να δακρύζει μετανιωμένη
για κάθε πάθος και εγωισμό.

Μ' ένα μόνο όνειρο να ζω
να μ' αγαπάς, να Σ' αγαπώ
μόνο για Σένα
ποτέ για μένα.

Δώσε μου ό,τι θέλει η αγάπη Σου
κι όχι ό,τι θέλει η δική μου φιλαυτία
μαλακά να διώχνω κάθε αμαρτία
η καρδιά μου να γίνει η φάτνη Σου.

28/12/12
elenitheof

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Β΄.Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος.

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ


Β΄.Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καί διδάσκεται ἀπό ὅλα. Ἡ Θεία Χάρις τόν διδάσκει· τόν καθιστᾶ ἀληθινά φιλόσοφο καί σοφό. Τέτοιος ἦταν καί μακαριστός Γέροντας. Τό ἐπιβεβαιώνουν τά ὅσα διηγεῖται:«Μιά μέρα, ἕνα πρωινό ἐπροχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μία χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ’ ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μία γλυκειά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη.Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ’ ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ’ τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Νά ‘χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!

Μοῦ ἦλθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ’ τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τά δοκίμαζα…Καί σκεπτόμουν: «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἄσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί νά ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, γιατί… γιά ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό».

Μόνος μου φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τ’ ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τό Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπ’ αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό δῶ; Ἐδῶ κανείς δέν πλησιάζει. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λέεις, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά του πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά…»… Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ’ ἐνέπνευσε. Σκέφθηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται καί ὄχι κι ἐγώ;» Καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω. Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερα ὅτι ἤμουνα ἐγώ καί τ’ ἄκουγα; Ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ΄ ἀηδονάκια μες στό λόγγο, μές στή ρεματιά πού βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πρᾶγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τό λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό». Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα.

Ὅλα αὐτά τά θεώρησα ὅτι ἦταν τοῦ Θεοῦ ἄγγελοι, δηλαδή πουλάκια πού δοξάζανε τόν Θεό, τόν Πλάστη τῶν ἀπάντων καί δέν τ’ ἄκουγε κανείς. Ναί κρύβονταν, νά μήν τ’ ἀκούει κανείς, πιστέψτε με! Δέν τά ἐνδιέφερε νά τ΄ ἀκοῦνε, ἀλλά ποθοῦσαν μές στή μοναξιά, μές στήν ἡσυχία, μές στήν ἐρημιά, μές στή σιωπή νά τ΄ ἀκούει ποιός ἄλλος; Ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός. Αὐτός πού χάρισε ζωή καί πνοή καί φωνή. Θά ρωτήσετε: «Εἴχανε μυαλό;» Τί νά πῶ, δέν ξέρω ἄν τό ἔκαναν συνειδητά ἤ ὄχι. Δέν ξέρω. Γιατί αὐτά εἶναι πουλάκια. Μπορεῖ τώρα νά εἶναι στή ζωή καί μετά νά μήν ὑπάρχουν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦταν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν τά ξέρουμε αὐτά. Πάντως κρύβονταν, νά μήν ἀκούσει κανείς τή δοξολογία τους. Ἔτσι καί γιά τούς μοναχούς ἡ ζωή ἐκεῖ, στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἄγνωστη. Ζεῖς μέ τόν Γέροντα, τόν ἀγαπάεις. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀσκήσεις, ὅλα γίνονται, ἀλλ’ οὔτε τίς θυμᾶσαι, οὔτε κανείς λέει γιά σένα:«Τί εἶναι αὐτός;» Ζεῖς τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς μέσα σ’ ὅλα καί ζεῖς τόν Θεό, ἐν ᾧ τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται· ἐν τῷ ὁποίῳ καί διά τοῦ ὁποίου…Μπαίνεις μές στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία καί ζεῖς ἐκεῖ ὡς ἄγνωστος. Κι ἐνῶ ἀναλύεσαι γιά τούς συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις ἄγνωστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἴσως ποτέ νά σέ γνωρίσουν»8.

Στόν ὑγιή πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει νικηθεῖ ἡ σάρκα ἀπό τό πνεῦμα.Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία: «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος. Τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται»9 . Ὁ Χριστιανός ὀφείλει «τό χεῖρον ὑποτάξαι τῷ κρείττονι καί τήν σάρκα δουλῶσαι τῷ πνεύματι». Πρέπει νά νεκρώσει τόν παλαιόν ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»10. Στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει ξεπεραστεῖ ἡ φιλαυτία (=ἡ ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα) καί ὁ φόβος τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Ὁ πόνος ἔχει νικηθεῖ μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν νυγεῖ ἡ ψυχή μας, ὅταν τρωθεῖ ἀπό τό θεῖο πόθο, ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μαραίνεται. Ὁ θεῖος πόθος νικάει κάθε πόνο κι ἔτσι κάθε πόνος μεταποιεῖται καί γίνεται ἀγάπη Χριστοῦ. Ἀγαπῆστε τόν Χριστό καί θά σᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ πόνοι θά περάσουν, θά νικηθοῦν, θά μεταποιηθοῦν. Τότε γίνονται ὅλα Χριστός, γίνονται Παράδεισος. Ἀλλά γιά νά ζοῦμε στόν Παράδεισο, πρέπει νά ἀποθάνομε, νά ἀποθάνομε γιά ὅλα, νά εἴμαστε σάν νεκροί. Τότε θά ζοῦμε πραγματικά, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ἄν δέν νεκρωθοῦμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, δέν γίνεται τίποτα…Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Χριστό οἱ ἅγιοι δέν αἰσθανόντουσαν τούς πόνους τῶν μαρτυρίων, ὅσο σκληρά κι ἄν ἦταν. Θυμηθεῖτε τούς τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ· ὑμνοῦντες καί δοξολογοῦντες ἐδροσίζοντο στήν κάμινο τοῦ πυρός. Θυμηθεῖτε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Γεώργιο, τήν Ἁγία Αἰκατερίνα, τήν Ἁγία Βαρβάρα, τήν Ἁγία Παρασκευή, τούς Σαράντα Μάρτυρες μέσα στήν παγωμένη λίμνη»11.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τήν καρδιά του.Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τό αἰσθάνεται ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Γέροντας ἦταν «καθαρός τῇ καρδίᾳ» καί μιλοῦσε ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας. Χωρίς καθαρότητα εἶναι ἀδύνατον νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται σέ μιά ἀκάθαρτη καρδιά. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»12 μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του. Ἔλεγε ὁ κεκαθαρμένος Γέροντας: «Σ’ αὐτούς πού δυσπιστοῦν, ἀμφιβάλλουν κι ἀμφισβητοῦν καί τά σκέπτονται μόνο μέ τή λογική καί δέν εἶναι ἀνοικτοί στόν Θεό, ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται. Σέ κλειδωμένες ψυχές ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται, δέν ἐκβιάζει, δέν παραβιάζει. Ἀντίθετα, σ’ αὐτούς πού ἔχουν πίστη ἁπλή, χωρίς διακυμάνσεις, ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί χαρίζει τό ἄκτιστον φῶς Του. Τό δίδει πλούσια καί στήν ἐδῶ ζωή καί, πολύ περισσότερο, στήν ἄλλη.

Μή νομίζετε, ὅμως, ὅτι ὅλοι ἐδῶ βλέπουν τό ἴδιο καθαρά τό φῶς τῆς ἀληθείας. Καθένας τό βλέπει ἀνάλογα μέ τήν ψυχή του, μέ τό πνεῦμα του, μέ τή μόρφωσή του, μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Καταλάβατε; Βλέπουν, γιά παράδειγμα, πολλοί μία εἰκόνα, ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι ὅσοι τή βλέπουν τά ἴδια συναισθήματα. Ἔτσι εἶναι καί τό θεῖον φῶς. Τό ἀληθινό φῶς δέν λάμπει σ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές τό ἴδιο. Δηλαδή, τό ἴδιο λάμπει ὁ ἥλιος ὁ φυσικός, ἀλλά στό σπίτι πού εἶναι μαῦρα τά τζάμια του, λίγο περνᾶνε ἀπό κεῖ οἱ ἀκτίνες. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό λέω, τό ἴδιο γίνεται μέ τό ἄκτιστον φῶς· εἶναι μαῦρα τά τζάμια μας, δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ μαυρίλα νά περάσει.Ἀκόμη καί στούς ἁγίους μας καί στούς προφῆτες συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Κι αὐτοί ἀκόμη, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά τους, αἰσθάνονταν τό φῶς τό θεῖον»13.

Ὁ στόχος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ Παράδεισος. Παρατηροῦσε ὅμως ὅτι ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου εἶναι στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά νά ὑπάρχει πνευματική ὑγεία. Πράγματι, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅπως προκύπτει ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων μας- πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ψυχοσωματικά ἄνθρωποι- στόχος, σκοπός, ἀπαντοχή, προσδοκία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς ἀντηχεῖ μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»14. Ἔλεγε, στοιχώντας στά λόγια τοῦ Κυρίου, ὁ οὐρανοπολίτης Γέροντας: «Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια. Θά φύγομε. Ἐδῶ κάτω στή γῆ δέν θά μείνομε γιά πάντα. Στόχος μας ἡ αἰώνιος ζωή. Γι’ αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἑτοιμασθοῦμε. Καί τό μυστικό εἶναι ὅτι, ὅταν ἑτοιμασθοῦμε, θά εἴμαστε εὐτυχεῖς, δέν θά φοβόμαστε, ἀλλά θά περιμένουμε μέ χαρά νά πᾶμε στό ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ θά δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Παναγίας μας μαζί μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως πρέπει ν’ ἀρχίσομε ἀπό δῶ νά ζοῦμε δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό. Ἐάν ἀπό δῶ δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ΄μαστε μαζί Του στήν οὐράνια δόξα καί χαρά. Καί θά ζοῦμε ἀπό δῶ τήν αἰώνιο ζωή, ἐάν ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Κάτι σχετικό εἶδα γραμμένο στήν εἴσοδο ἑνός μοναστηριοῦ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔλεγε: «Ἐάν πεθάνεις, πρίν νά πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἐάν πεθάνεις κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, θά ζεῖς στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θάνατος»15.

Γιά τόν ἀληθινό Χριστιανό, τόν θεραπευμένο ὑπαρξιακά ἀπό τήν Θεία Χάρη, διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἄγχος, φοβία. Ὅλα αὐτά τά ἄρρωστα συναισθήματα εἶναι δαιμονικές ἐπήρρειες καί φεύγουν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἐν Χριστῷ, ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ ἀληθινά. Ἔλεγε ὁ ἀληθινά ζῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Γέροντας: «Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί.Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα αὐτό, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό κατορθώσομε, τότε βρισκόμαστε σέ μιά ἄλλη κατάσταση, ζοῦμε μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή. Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει καμιά φοβία. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλασις. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς μή χριστιανούς»16. Εἰδικά γιά τήν ἀπελπισία ἔλεγε ὅτι εἶναι κακό ἡ ἀπελπισία. Ὁ ἀπελπισμένος χάνει τήν προθυμία καί τήν δύναμή του. Ἀντίθετα ὁ πνευματικά ὑγιής εἶναι αὐτός πού πάντα ἐλπίζει καί πάντα ἀνεβαίνει πνευματικά.Ἔλεγε: «Ἔχω τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀλλά ζῶ μέ τήν ἐλπίδα. Εἶναι κακό ν’ ἀπελπίζεσαι, διότι ὁ ἀπελπισμένος πικραίνεται καί χάνει τήν προθυμία καί τή δύναμή του. Ἐνῶ αὐτός πού ἐλπίζει, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός. Ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φτωχός, προσπαθεῖ νά πλουτίσει. Τί κάνει ὁ φτωχός; Ὅταν εἶναι ἔξυπνος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά πλουτίσει. Παρόλο πού νιώθω ἔτσι ἀδύναμος καί δέν ἔχω κατορθώσει αὐτό πού ποθῶ, ἐν τούτοις δέν ἀπελπίζομαι. Μέ παρηγορεῖ, ὅπως σᾶς εἶπα, ὅτι δέν παύω ἀπό τοῦ νά προσπαθῶ διαρκῶς»17.

Ἡ λαχτάρα γιά τόν Χριστό,δίδασκε ὁ Γέροντας, κάνει τήν δύναμη τῆς ψυχῆς νά φεύγει ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά πηγαίνει στόν Χριστό. Ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀδιαφορία. Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού ἔχει «ἀγάπη μέ λαχτάρα» γιά τόν Χριστό. Αὐτή ἡ λαχτάρα κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονήσει τόν ἐχθρό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ξεφεύγει ἀπό τήν δουλεία στά πάθη. Ὁ γέροντας συμβουλεύει νά εἴμαστε εὐγενεῖς, ἀκόμη καί μέ τόν ταλαίπωρο διάβολο. Ἀντί νά τοῦ κάνομε κατά μέτωπο ἐπίθεση, γιά νά τόν τραυματίσομε, ἄς τόν περιφρονήσουμε. Ἄς ἀδιαφορήσουμε καί ἄς δοθοῦμε στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά τί μᾶς διδάσκει: «Ὁ σατανᾶς φτιάχνει τό μηχανισμό τῆς πλάνης. Χωρίς νά τό καταλάβομε ἐμεῖς, ὁ πονηρός φτιάχνει παγίδες. Μέ τή λαχτάρα γιά τόν Χριστό ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς φεύγει ἀπ’ τίς παγίδες καί πάει στόν Χριστό. Ἄλλο πράγμα αὐτό. Πιό εὐγενές. Τό νά μάχεσαι τόν ἐχθρό σου εἶναι μιά προσπάθεια μέ σπρωξίματα καί πίεση. Στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δέν ὑπάρχουν σπρωξίματα. Ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς μεταποιεῖται χωρίς κόπο. Δέν πρέπει ν’ ἀντιδρᾶτε μέ τά ἴδια ὄργανα. Ἀδιαφορῆστε! Αὐτή ἡ ἀδιαφορία πρός τόν ἐχθρό εἶναι μεγάλη τέχνη. Τέχνη τεχνῶν. Γίνεται μόνο μέ τή θεία χάρι. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀναίμακτα καί ἀκοπίαστα. Χωρίς σπρώξιμο καί χωρίς σφίξιμο.

Τί εἴπαμε; Δέν εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πολυμήχανος; Οἱ μηχανισμοί τοῦ διαβόλου εἶναι πονηροί. Τρόμος! Γι’ αὐτό πρέπει κι ἐμεῖς νά φτιάχνομε εὐσεβεῖς μηχανισμούς ἀμύνης, χωρίς πονηρία, γιά νά καταστρέψομε τή δύναμη τῶν δικῶν του παγίδων»18.

Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀνάβει στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς συνεχοῦς πνευματικῆς μελέτης.Ὁ θεῖος ἔρωτας, σύμφωνα καί μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, καλλιεργεῖται μέ τήν μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ. Ἀπ’ αὐτήν του τήν προσωπική πεῖρα δίδασκε τά ἑξῆς: «Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια, γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα θά μπεῖ μετά χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 4, 8). Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε; Ἐγώ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν’ ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτά θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τό θεῖο ἔρωτα»19.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀλήθεια. Γιά νά βρεῖ τήν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, ἐπεσήμαινε ὁ Γέροντας, πρέπει νά εἶναι ταπεινός.Ὁ ἐγωισμός μπερδεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στίς αἱρέσεις. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό δίδασκαν ξεκάθαρα: Ὅσοι διατύπωσαν λανθασμένα δόγματα καί ἔπεσαν σέ πλάνες, ἔπεσαν «δι’ ὑπεροψίαν»20. Ἔλεγε καί ὁ ταπεινός Γέρων: «Ἡ κυριότερη προϋπόθεση ,γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση»21.

Ὁ ἀληθινά ὑγιής ἄνθρωπος μιμεῖται τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν.Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔτσι φανερώνεται: ὅταν οἱ χριστιανοί μιμούμαστε τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὅταν ζοῦμε«κοινοβιακά», μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη· τότε γινόμαστε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι. Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, κοινοβιακή. Τό πρῶτο κοινόβιο, τό πρῶτο μοναστῆρι, μέ Ἡγούμενο τόν Ἴδιο τόν Κύριο, ἦταν ἡ Ἀποστολική ὁμάδα τῶν Δώδεκα. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὑπάρχει στά σημερινά μοναστήρια. Ἐδῶ ὁ τρόπος ζωῆς μιμεῖται τήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Αὐτοί ἐπειδή εἶχαν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, εἶχαν «μία ψυχή καί μία καρδιά». Ἔλεγε ὁ ἐράσμιος καί ἀγαπητικός Γέρων: «Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ ἀπόστολοι μεταξύ τους κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶον. Δηλαδή ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ. Ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι ἄλλοι. «Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4, 32). Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πιό καλά λόγια γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐδῶ ὑπάρχουν»22.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεωρεῖ τόν κάθε πλησίον του «σάρκα ἀπό τήν σάρκα του», διότι τόν ἀγαπᾶ σάν ἄλλον ἑαυτόν- κατά τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»23. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον ὁ χριστιανός βλέπει τόν ἑαυτό του. Ζεῖ τήν ἑνότητα μέ ὅλους γιαυτό καί δέν ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Γέροντας προέτρεπε τά πνευματικά του παιδιά νά βιώνουν κάθε στιγμή τό μυστήριο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»24. Ἔλεγε: «…Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”. Μπορῶ ν΄ ἀδιαφορήσω γι΄αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ΄ αὐτή τήν ἑνότητα.Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος»25.

Ὁ στόχος , ἡ λαχτάρα τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ν’ ἁγιάσει ὅλος ὁ κόσμος.Ὁ Γέροντας ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀληθινῆς, ἀνιδιοτελοῦς καί παγκόσμιας ἀγάπης. Ἀπ’ τό βίωμα του ἔλεγε: «Ἡ λαχτάρα σας πρέπει νά εἶναι πάνω σ’ αὐτό, στό νά ἁγιάσει ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι τοῦ Χριστοῦ. Τότε μπαίνετε στήν Ἐκκλησία, ζεῖτε στή χαρά τοῦ Παραδείσου, στόν Θεό, γιατί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία»26. «Κύριε,» προσευχόταν καί ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «δῶσε Σύ ὁ Ἴδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὅπως ἔδωσες στούς Ἀποστόλους τό Ἅγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καίσ’ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»27.

Ὁ ἀληθινός χριστιανός, ὅπως ἦταν καί ὁ Γέροντας, τούς θέλει ὅλους κοντά του, πονάει γιά ὅλους. «Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός στήν ψυχή μας, ἔλεγε, ἀποκαλύπτοντας τό βίωμά του, τότε ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζεῖ παντοῦ». Γράφει πνευματικό παιδί, τοῦ ἀληθινά θεραπευμένου Γέροντα: «Ὁ Χριστός… ἔκανε τόν σεβάσμιο Γέροντα «νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στό Χριστό».«Ὁ Χριστός εἶναι ἄλλο πρᾶγμα» ἔλεγε ὁ Γέροντας. Καί πάλι: «Ὅταν ἔλθη ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ὅταν ἔλθη στήν ψυχή μας, ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζῆ παντοῦ, ζῆ στ’ ἄστρα, ζῆ στόν κόσμο τόν πνευματικό, ζῆ στό χάος, ζῆ στό σύμπαν…τοῦ μιλᾶνε μέ τό τηλέφωνο στή Νότιο Ἀφρική, στόν Ἰνδικό Ὠκεανό καί μιλάει μ’ αὐτούς καί τούς λέει γιά τό σπίτι τους, γιά τά κορίτσια τους καί τούς λέει γιά τήν οἰκογένειά τους καί αὐτός εἶναι ἐδῶ». Αὐτό εἶναι τό θαυμαστό πού συνέβαινε στόν πατέρα Πορφύριο· ἐνῶ ἦταν ἐδῶ σωματικά, τήν ἴδια ὥρα βρισκόταν πνευματικά ἑκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά καί ἐκεῖ ἔβλεπε καί περιέγραφε πρόσωπα καί καταστάσεις. Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς μποροῦσε νά συμβαίνη αὐτό; Νά βρίσκεται δηλαδή συγχρόνως καί ἐδῶ καί ἐκεῖ; Τήν ἀπάντηση δίνεις ὁ ὅσιος Γέροντας:«Τό θέμα εἶναι, ὥσπου νά ἔρθη ὁ Χριστός μέσα μας νά ζήση, τότε εἶσαι παντοῦ, σύν Χριστῷ»»28.

Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος, ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, ζεῖ τήν ἀληθινή χαρά, πού εἶναι μία «ἐν Χριστῷ μέθη».Ἡ ἀληθινή χαρά, πού ἀναζητοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶναι παρά καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό μέτρο, πού κανείς μετέχει τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Χάρης (ἡ ὁποία στήν Ἁγία Γραφή λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα), ἔχει καί τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραότης͵ ἐγκράτεια»29. Ἡ χαρά, πού γεύεται ὁ ἀληθινός χριστιανός, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον» (Ψαλμ. 22, 5). Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού δίδεται στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ»30 (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).

Ἡ διαφύλαξη τῆς πνευματικῆς ὑγείας συνίσταται, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρας, στήν συνεχή προσπάθεια νά μένει ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τόν Χριστό· δηλ. νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν εἶναι «σκέτος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, τότε κυριαρχεῖ ὁ πονηρός ἐπάνω του. «Μή δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»31 λέγει ἡ Γραφή. Δέν πρέπει νά δίνουμε δικαιώματα στόν πονηρό· οὔτε τόν παραμικρό κακό λογισμό δέν πρέπει νά ἀφήνουμε μέσα μας. Διότι αὐτά εἶναι τά «παράθυρα» τοῦ πονηροῦ, διά τῶν ὁποίων εἰσχωρεῖ μέσα μας. Δίδασκε, ὁ ἔμπειρος μαχητής τοῦ διαβόλου: «Νά μή δίνομε στόν διάβολο δικαιώματα. Δηλαδή ἐγώ δέν ἀφήνω οὔτε μία σκέψη μνησικακίας μέσα μου οὔτε μία σκέψη ἐγωισμοῦ, μή βρεῖ παράθυρο ὁ σατανάς. Τό παράθυρο εἶναι τό δικαίωμα. Ὅταν ἀπομακρύνεσαι ἀπ’ τόν Θεό, κινδυνεύεις, γιατί σέ βρίσκει «σκέτον» ὁ σατανάς καί κυριαρχεῖ ἐπάνω σου»32.

Ὅλα τά προβλήματα καί οἱ πειρασμοί, δίδασκε ὁ Γέροντας, ξεπερνιοῦνται μέ τό νά βλέπουμε συνεχῶς πρός τόν Χριστό. Τότε παραμένουμε ὑγιεῖς πνευματικά καί περπατᾶμε πᾶνω στά «κύματα». Δέν πρέπει νά κοιτάζουμε αὐτό, πού μᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζουμε πρός τό Φῶς, τόν Χριστό προσευχόμενοι· ὅπως τό παιδί κοιτάζει τή μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ὅμως, εἶδε πρός τά κύματα καί πρόσεξε τήν σφοδρότητα τοῦ ἀέρα, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Συμβούλευε ὁ Γέροντας: «Ἡ ψυχή σας νά δίδεται στήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιά ὅλες σας τίς ἔγνοιες, γιά ὅλα καί γιά ὅλους. Μήν κοιτάζετε αὐτό πού σᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζετε τό φῶς, τόν Χριστό, ὅπως τό παιδί κοιτάζει τήν μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὅλα νά τά βλέπετε χωρίς ἄγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια, νά εἶναι ν’ ἀτενίσετε πρός τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, θά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τότε ξενοιάζετε καί γίνεσθε ὄργανά Του. Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι» (Κορ. Β΄ 4,8), δέν λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;»33.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ζεῖ ἀπό ἐδῶ τόν Παράδεισο. Ἔχει κάνει σάν κύριο ἔργο τῆς ζωῆς του τήν ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἐκπληρώνει κάθε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον»34. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Παράδεισος, εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Θεία Χάρις ἡ κεκρυμμένη ἐντός τῆς καρδίας μας, ἀπό τήν στιγμή πού βαπτιστήκαμε. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά Τήν ἀνακαλύψει, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, νά Τήν διαφυλάξει καί νά Τήν «ἀξιοποιήσει»· νά Τήν ἔχει ἐνεργό μέσα του , ὥστε Αὐτή, δηλ. τό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς νά τόν ζωογονεί , νά τόν φωτίζει καί νά τόν τρέφει. Ἔργο μας κύριο, εἶναι νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού τό πήραμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλῶς, νά ἐκτελεῖ κάποια τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὁ Χριστός εἶναι. Ἀπό δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο· ὅσοι ἐδῶ στή γῆ ζοῦν τόν Χριστό, ζοῦν τόν Παράδεισο…Ἔργο μας εἶναι νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τό Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στό θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτή τή χαρά θά γνωρισομε τόν Χριστό. Δέν μποροῦμε νά Τόν γνωρίσομε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τό λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1)»35.

Ἡ βίωση στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, μέ τήν Θεία Λατρεία. Ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ἐδῶ ζωή καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ Θεία Λειτουργία μάλιστα, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Διά τοῦτο καί ἀρχίζει μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτί ζοῦμε στόν Παράδεισο, ὅταν λατρεύομε τόν Θεό. Νά πῶς τό δίδασκε ἀκριβῶς: «Μέ τή λατρεία τοῦ Θεοῦ ζεῖς στόν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό δῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος, πού εἶναι στόν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι κι ἐδῶ στή γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα…Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιά τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Πρβλ. Λουκ. 17, 21)»36.

8 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 85-88.
9 Γαλ. 5, 17.
10 Γαλ. 5, 24.
11 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 225 καί 227.
12 Ματθ. 5, 7-8.
13 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 296-297.
14 Ματθ. 6, 33.
15 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 585-586.
16 Ὅ.π. σελ. 199.
17 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-222.
18 Ὅ. π. σελ. 310.
19 Ὅ. π. σελ. 236-237.
20 Μ. Ἀθανασίου, TLG, Work #104 28.1520.42 toWork #104 28.1520.44 «ἡ ἀρετὴ ἀφίπταται δι΄ ὑπεροψίαν͵ κἂν πολλὴν σφοδρότητα ἀσκήσεως λάβῃ».
21 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 207.
22 Ὅ.π. σελ. 205-206.
23Ματθ. 22, 39.
24 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, εἰρηνικά.
25 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 384.
26 Ὅ. π. σελ. 277.
27 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Γ΄ ἔκδοση, 1985, σελ. 398.
28 Γ. Κρουσταλλάκη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ἰχνηλασία, Γ’ ἔκδοση, σελ. 55-56.
29 Γαλ. 5, 22-23.
30 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 213.
31 Ἐφ. 4, 27.
32 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 319.
33 Ὅ.π. σελ. 306.
34Ματθ. 6, 33-34.
35 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 214-215.
36 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 200-201.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

http://Hristospanagia3.blogspot.com

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ο υγιής άνθρωπος α΄ μέρος

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ


Β΄.Ὁὑγιής ἄνθρωπος.

Ὑγιής ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὁ ἅγιος. Ἡ ὑγιής ψυχή εἶναι αὐτή πού ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ πάνω ἀπό τό κακό. Ἄν δέν ἔχει ὁ ἄνθρωπος τούς καρπούς αὐτούς φανερούς, δέν ἔχει ψυχική ὑγεία. Νά τί ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ἔρχονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Αὐτά εἶναι πού πρέπει νά ἔχει μία ὑγιής ψυχή ἐν Χριστῷ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ’ τό κακό.Τό κακό γι’ αὐτόν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει κακό. Δηλαδή, ἐφόσον ἔχει τό φῶς, δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»1.Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἔχει τόν Θεῖο Ἔρωτα ἐνῶ, παρατηρεῖ διακριτικά ὁ Γέροντας, νομίζει ὅτι δέν τόν ἔχει. Ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό δέν χορταίνεται. Ὁ ἐράσμιος Γέρων ζοῦσε αὐτήν τήν κατάσταση γιαυτό καί ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτα δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ’ Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον; Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ’ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.Μόνο σ’ ἕνα σημεῖο σταματάει ὁ κορεσμός· ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν’ ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φθάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφθασε ἤδη σ’ αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ, δέν τό νοιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτό τό θεῖο ἔρωτα, αὐτή τή θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ΄ αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ…Ναί δέν χορταίνεται ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Ὅσο Τόν ἀγαπάεις, νομίζεις ὅτι δέν Τόν ἀγαπάεις κι ὅλο θέλεις πιό πολύ νά Τόν ἀγαπάεις. Συγχρόνως, ὅμως, πλημμυρίζει ἡ ψυχή σου ἀπ’ τήν παρουσία Του καί τήν ἐν Κυρίῳ χαρά τήν ἀναφαίρετο. Δέν θέλεις τότε τίποτα νά ἐπιθυμήσεις»2. Τότε ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἄλλο, ἀλλά μισεῖ καί τήν θέληση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιθυμία. Δέν θέλει νά «θέλει» τίποτε, ἐκτός ἀπό τό ἄκρον ἐφετόν τόν Χριστό.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρῆκε τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει, εἰρηνεύει, γεμίζει τό ὑπαρξιακό του «κενό», θεραπεύεται ἀπό τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς, ὅταν βρεῖ τόν Χριστό. Τότε ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Ὅταν βρεῖς τόν Χριστό, σοῦ ἀρκεῖ, δέν θέλεις τίποτ’ ἄλλο, ἡσυχάζεις. Γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ζεῖς στά ἄστρα, στό ἄπειρο, στόν οὐρανό μέ τούς ἀγγέλους, μέ τούς ἁγίους, στή γῆ μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τά φυτά, μέ τά ζῶα, μέ ὅλους, μέ ὅλα. Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἐξαφανίζεται ἡ μοναξιά. Εἶσαι εἰρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος. Οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἀρρώστια, οὔτε πίεση, οὔτε ἄγχος, οὔτε κατήφεια, οὔτε κόλαση…Ὅποιος ζεῖ μέσα του τόν Χριστό, ζεῖ πράγματα πού δέν λέγονται· ἅγια καί ἱερά. Ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Αὐτά εἶναι ἀλήθεια. Τά ἔχουνε ζήσει ἄνθρωποι, ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος. Συνεχῶς μέ λαχτάρα ψιθυρίζουν τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…»3.Αἰσθάνεται τότε ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό «ἐγκάτοικον» καί σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀκούει τούς στεναγμούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον προσεύχεται ἐντός του καί εὐφραίνεται εὐφροσύνη ἄρρητη…

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεούμενος. Αὐτός βιώνει τήν διεύρυνση τῶν βιολογικῶν καί ὀντολογικῶν του ὁρίων καί δυνατοτήτων. Συγχρόνως δέχεται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ σεβαστός Γέροντας ἦταν ἕνας τέτοιος θεραπευμένος, πνευματικά ὑγιής, ἄνθρωπος. Ἔδωσε ἀπό τήν νεανική του ἡλικία τά πάντα στόν ἀγῶνα γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Γιαυτό καί τά ἀνωτέρω τά ζοῦσε συνεχῶς, ὅπως φανερώνουν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα τοῦ βίου του:« Ἦταν ξημερώματα, ὁ κεντρικός ναός τῶν Καυσοκαλυβίων, τό Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχός Νικήτας (τό πρῶτο μοναχικό ὄνομα τοῦ π. Πορφυρίου), ὅμως, περίμενε σέ μιά γωνιά τοῦ προνάρθηκα νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες καί ν’ ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία. Δεύτερος μπῆκε στόν προνάρθηκα ὁ γερο-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός, ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφός ἅγιος καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δέν ἦταν ἄλλος ἐκεῖ (δέν εἶδε τό μοναχό Νικήτα πού ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νά κάνει στρωτές μετάνοιες καί νά προσεύχεται μπροστά στήν κλειστή πόρτα τοῦ ναοῦ. Ἡ Θεία Χάρις ξεχείλισε ἀπό τόν ὅσιο γερο-Δημᾶ καί ἔλουσεκαί κατεκάλυψε τόν ἕτοιμο νά τή δεχθεῖ νεαρό Νικήτα. Τά αἰσθήματά του δέν περιγράφονται. Γεγονός εἶναι ὅτι μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία του ὁ νεαρός μοναχός Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα, ὥστε, πηγαίνοντας γιά τό καλύβι του, σταμάτησε, ἄνοιξε τά χέρια του τεντωμένα καί φώναζε δυνατά “Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός”.Τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μιά ριζική ἀλλαγή τῶν ψυχοσωματικῶν ιδιοτήτων τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ ἀλλοίωσις, ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἐνεδύθη δύναμιν ἐξ ὕψους καί ἀπέκτησε χαρίσματα ὑπερφυσικά.Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι “διεῖδε” ἀπό μεγάλη ἀπόσταση τούς Γέροντές του, πού ἐπέστρεφαν ἀπό μακριά. Τούς “διεῖδε” ἐκεῖ πού ἦσαν, ἐνῶ ἀνθρωπίνως δέν ἦσαν ὁρατοί. Αὐτό τό ἐξομολογήθηκε στόν παπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε προσοχή καί σιωπή. Συμβουλές, πρός τίς ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καί ἄλλα. Τά αἰσθητήριά του εὐαισθητοποιήθηκαν σέ ἀνυπέρβλητο βαθμό καί οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές του ἀναπτύχθηκαν στό ἔπακρο. Ἄκουε καί γνώριζε τίς φωνές τῶν πουλιῶν καί τῶν ζώων, τόσο ὡς πρός τήν προέλευση ὅσο καί πρός τό νόημά τους. Ὀσφραινόταν τίς εὐωδιές ἀπό μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τά ἀρώματα καί τή σύνθεσή τους. Διέκρινε ἀπό πάρα πολύ μακριά τις εὐωδιές τῶν λουλουδιῶν. “Ἔβλεπε”, ὅταν ὕστερα ἀπό ταπεινή προσευχή ἐρχόταν στήν κατάλληλη κατάσταση, στά βάθη τῆς γῆς καί στό χάος τοῦ οὐρανού, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα ἀρχαῖα, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στά ἔγκατα τῆς γῆς, ὑπόγειες πηγές, χαμένες εἰκόνες, σκηνές πού εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν, προσευχές πού εἶχαν ἀναπεμφθεῖ, πνεύματα ἀγαθά καί πονηρά, τήν ψυχή τήν ἴδια τό κάθε τι. Δοκίμαζε τό νερό ἀπό τό βάθος τῆς γῆς καί μετροῦσε τά ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τά βράχια καί τοῦ διηγόντουσαν τά παλαίσματα τῶν πρό αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καί θεράπευε. Ἔψαυε καί ἰάτρευε. Ηὔχετο καί ἐγένοντο. Ἀλλά ποτέ δέν διανοήθηκε νά χρησιμοποιήσει τά χαρίσματα αὐτά τοῦ Θεοῦ γιά δικό του ὄφελος. Ποτέ δέν παρακάλεσε νά γίνει καλά ἀπό δική του ἀρρώστια. Ποτέ δέν θέλησε νά κερδίσει κάτι ἀπό κάποια γνώση πού τοῦ πρόσφερε ἡ Θεία Χάρη. Ἡ διόρασή του, ὅσες φορές ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε τά ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Μποροῦσε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά βλέπει τό παρελθόν καί τό παρόν καί τό μέλλον ταυτόχρονα. Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης καί παντοδύναμος. Κατόπτευε καί ψηλαφοῦσε τήν κτίση ἀπό τά ἄκρα τοῦ σύμπαντος μέχρι τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί ἱστορίας. Ἴσχυε γι’ αὐτόν τό: “Ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται” (Α΄ Κορ. ιβ΄ 15). Ἡ ζωή μέσα στή Χάρη ὅμως εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μᾶς. Καί κάθε ἐπιπλέον λέξις θά εἶναι αὐθάδης ἐνασχόληση μέ θέματα πού ἀγνοοῦμε. Αὐτά ὁ Γέροντας τά τόνιζε πάντοτε σέ ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τίς ἱκανότητές του σέ ἄλλα αἴτια ἐκτός ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικά καί ξανάλεγε: “Δέν εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι ΧΑΡΙΣ”»4.

Τά ἀνωτέρω τά διηγεῖται καί ὁ ἴδιος ὡς ἑξῆς: «Μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ ἄλλαξα ἐντελῶς. Ἡ ζωή μου ὅλο χαρά καί ἀγαλλίαση. Ζοῦσα μές στ’ ἄστρα, μές στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Πρῶτα δέν ἤμουν ἔτσι. Ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκα τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Ἔγινα ἔξυπνος. Ἔμαθα τριαδικούς κανόνες, τόν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλους κανόνες. Μόνο πού τούς διαβάζανε καί τούς ψάλλανε στήν ἐκκλησία, τούς μάθαινα ἀπ’ ἔξω. Τό Ψαλτῆρι τό ἔλεγα ἀπ’ ἔξω. Πρόσεχα κι ὁρισμένους ψαλμούς πού ταιριάζανε τά λόγια τους νά μήν τούς μπερδεύω. Ὄντως ἄλλαξα. «Ἔβλεπα» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσα· δηλαδή δέν εἶχα τό δικαίωμα νά τό πῶ, δέν εἶχα «πληροφορία». Ὅλα τά ἔβλεπα, ὅλα τά πρόσεχα, ὅλα τά ἤξερα. Ἀπ’ τή χαρά μου δέν πατοῦσα στή γῆ. Τότε ἄνοιξε ἡ μύτη μου καί μύριζα τά πάντα, ἄνοιξαν τά μάτια μου, ἄνοιξαν τ’ αὐτιά μου. Ἀπό μακριά τά καταλάβαινα. Τά ζῶα, τά πουλιά, τά ξεχώριζα ὅλα. Ἤξερα τό κελάηδημα ἄν εἶναι κότσυφας, ἄν εἶναι σπουργίτι, ἄν εἶναι σπίνος, ἄν εἶναι ἀηδόνι, ἄν εἶναι κομπογιάννηδες, ἄν εἶναι τσίχλες. Ὅλα τά πουλάκια τά καταλάβαινα ἀπ’ τή φωνή τους. Τή νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τή συναυλία πού ἔκαναν τ’ ἀηδόνια, τά κοτσύφια, ὅλα, ὅλα…

Ἔγινα ἄλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ὅ,τι ἔβλεπα, τό ἔκανα προσευχή. Τό γύριζα στόν ἑαυτό μου. Γιατί τό πουλί ψάλλει καί δοξολογεῖ τόν Πλάστη; Ἤθελα νά τό κάνω κι ἐγώ. Τό ἴδιο καί μέ τά λουλούδια. Τά λουλούδια τά καταλάβαινα ἀπ’ τίς μυρωδιές καί τό ἄρωμά τους τό ἄκουγα ἀπό μισή ὥρα μακριά. Παρατηροῦσα τά χόρτα, τά δέντρα, τά νερά, τά βράχια. Ἄ! μέ τά βράχια μιλοῦσα. Πόσα εἶχαν δεῖ αὐτά! Τά ρωτοῦσα καί μοῦ λέγανε ὅλα τά μυστικά τῶν Καυσοκαλυβίων. Κι ἐγώ συγκινιόμουν καί κατανυγόμουν. Τά ἔβλεπα ὅλα μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπα, ἀλλά δέν μιλοῦσα. Συχνά πήγαινα στό δάσος. Πολύ μ’ ἐνθουσίαζε νά περπατῶ ἀνάμεσα ἀπ’ τίς πέτρες καί τά σχοῖνα, τά μικρά καί τά μεγάλα δέντρα»5.

Τά γνωρίσματα τῆς Θείας Χάρης εἶναι κοινά σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων. Ἀνάλογες ἐμπειρίες καί καταστάσεις μέ αὐτές τοῦ Γέροντος Πορφυρίου περιγράφει καί σύγχρονος Ἁγιορείτης: «Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς ζοῦσα μιά ἥσυχη, καλή ζωή. Οἱ ἀκολουθίες στό Μοναστῆρι καί ἡ Μυστηριακή ζωή μέ θέρμαιναν, μέ ἀνέπαυαν. Αὐτό μέχρι τήν ὥρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι ἄλλο, μέχρι τήν ὥρα πού ἀναπτύχθηκε ἡ ἐσωτερική ζωή. Ξαφνικά αἰσθάνθηκα ἕνα κάψιμο ἐσωτερικό, ἕνα κάψιμο θείας ἀγάπης.

Ἡ φυσική καί καλή ζωή πού ζοῦσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Ἄρχισα νά βρίσκω τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως, τόν εὐλογημένο ἐκεῖνο χῶρο πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί μέσα στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτή ἡ καρδιά εἶναι τό πρόσωπο, γιατί πρόσωπο εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πνεύματος… ὅ ἐστίν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α’ Πέτρου γ’ 4). Μέχρι τότε διάβαζα αὐτά στά βιβλία, τώρα τά ἔβλεπα στήν πραγματικότητα. Ἔνοιωθα αὐτό πού λέγει ὁ Ἀββᾶς Παμβώ «εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι», αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί γνωριζόμενος ἐν καρδίᾳ» καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ἡ καρδιά πού εἶναι τά ἅγια τῶν ἁγίων «τῆς μυστικῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς ἐνυποστάτου δι’ Ἁγίου Πνεύματος ἐλλάμψεως» ἀνακαλύφθηκε.

Αἰσθανόμουν τήν καρδιά σάν Ναό μέσα στόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἀληθινός Ἱερεύς τῆς Θείας Χάριτος. Παράλληλαμέ τόν κτύπο τοῦ σαρκικοῦ ὀργάνου τῆς καρδίας ἀκουγόταν καί ἕνας ἄλλος κτύπος βαθύτερος καί γρηγορότερος. Αὐτός ὁ κτύπος συντονιζόταν μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ καρδιά ἔλεγε τήν εὐχή. Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση συνδεόταν μέ μερικά χαρακτηριστικά.

Ἀναπτύχθηκε μιά ἐρωτική κοινωνία μέ τόν Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οἱ Πατέρες ὀνόμαζαν τόν Θεό ἔρωτα. «Ὁ Θεός ἔρως ἐστί καί ἐραστόν» (Ἁγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής) καί «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται» (ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αἰσθανόμουν τήν περίπτυξη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἐκεῖνο τόν καιρό μέ εἶχε τρελλάνει. Ὁ Θεός βιωνόταν ὡς ἐλεήμων, ὡς γλύκα και γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στήν καρδιά μου τό εὐλογημένο πῦρ, πού ἔκαιγε τά πάθη καί δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη πνευματική ἡδονή.

Ἀναζητοῦσα ἡσυχία, σκοτάδι, ἡρεμία ἐξωτερική. Τά μικρά κελλιά, οἱ τρύπες τῶν βράχων, ὁ ἀνοιχτός ὁρίζοντας τῆς φύσεως, τά σκοτεινά μέρη μέ δέχονταν σάν φιλοξενούμενο. Τήν νύκτα ἔβγαινα στίς ἐρημιές τοῦ Ἄθωνα. Μαγεία! Εὐλογία! Μέθη! Στήν μοναξιά καί στήν πολυκοσμία, στήν ἔρημο καί στά κοινόβια ζοῦσα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν θεία περίπτυξη. Ἀναπτύχθηκαν τότε ἄλλες αἰσθήσεις, αἰσθήσεις πνευματικές, ἡ νοερά αἴσθηση, ἡ νοερά ὅραση και ἀκοή. Ὅλος ὁ νοῦς ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς καί ἄκουγε ἐν ἀκορέστῳ γλυκασμῷ τήν εὐχή πού λεγόταν μέσα ἐκεῖ. Ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος ἑνοποιημένος. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἕνας καινούργιος κόσμος καί μιά καινή ζωή. Μιά θερμότητα ἔκαιγε τά πάντα. «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ…;».

Ἡ αἴσθηση τῶν μαθητῶν αὐτῶν ὑπῆρξε δική μου βίωση. Αἰσθανόμουν καλά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;». Καί τόν λόγον ὅτι ὁ Θεός «πῦρ ἐστί καταναλίσκον». Ἄλλοτε αὐτή ἡ θέρμη καί αὐτή ἡ φωτιά μετατρεπόταν σέ πληγή βαθειά. Αἰσθανόμουν ὅτι αὐτή ἡ θερμότητα ἀναγεννοῦσε τήν ὕπαρξή μου, πρῶτα τήν ψυχή καί μετά ἐπεκτεινόταν καί στό σῶμα.

Ἡ αἴσθηση ὅτι τώρα γεννήθηκα σέ ἄλλον κόσμο ἦταν διαρκής. Χοροπηδοῦσα σάν μικρό παιδί. Ἀκόμη ὑπῆρξαν μερικές φορές πού ἔνοιωσα καί τήν σάρκα μου σάν μικροῦ παιδιοῦ, πού μόλις βγῆκε ἀπό τήν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτό δημιουργοῦσε βαθύτατη εἰρήνη λογισμῶν. Ὁ νοῦς καθαριζόμενος διαρκῶς ἀπέβαλε ὅλα τά ξένα στοιχεῖα τά ὁποῖα σάν λέπια τόν ἐκάλυπταν. Γινόταν ἔτσι ἐλαφρός καί πάντοτε εὕρισκε καταφύγιο στήν καρδιά. Ἐκεῖ παρέμεινε καί εὐφραινόταν πνευματικά. Ἐκεῖ μερικές φορές ἄκουγε καί τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πολύ συνταρακτική καί δημιουργοῦσε πηγές δακρύων. Ἡ γνωριμία μέ τόν Θεό ἦταν προσωπική. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πραγματικό γεγονός.

Μερικές φορές βυθιζόμουν σέ βαθειά μετάνοια. Ὁ νοῦς μπαίνοντας στήν καρδιά ἐν Χάριτι ἔβλεπε τό σκοτάδι, τήν βρωμιά τῆς ψυχῆς καί ὅλη ἡ ὕπαρξη ξεχυνόταν σέ καυτά δάκρυα. Ἔκλαιγε ἡ καρδιά. Τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονταν ἐπάνω της καί τήν ξέπλεναν ἀπό τήν ἁμαρτία. Παράλληλα ἄνοιγαν καί τά μάτια καί γίνονταν πηγές δακρύων. Ἄλλοτε ἔκλαιγε μόνον ἡ καρδιά καί ἄλλοτε καί τό σῶμα. Θρῆνος βαθύς ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀσωτίας… Κλάμα πολύ, ἀλλά ὄχι μέ ἀπελπισία. Ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅλα ἦταν ὡραῖα. Ἡ λέξη ὡραῖα δέν ἔχει σχέση μέ τήν αἰσθητική, ἀλλά μέ τήν ὀντολογική πραγματικότητα. Ἔβλεπα τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν δημιουργία. Καί αὐτό προξενοῦσε ἄρρητη εὐφροσύνη. Ὅλα ἐξέφραζαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἔτρεφε τήν καρδιά.

Οἱ λέξεις δέν πήγαιναν στήν λογική, ἀλλά εἰσχωροῦσαν στήν καρδιά καί τήν ζωογονοῦσαν. Ὅπως τό μωρό ρουφᾶ τό γάλα ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας του καί τρέφεται, ἔτσι αἰσθανόταν ἡ καρδιά· τρεφόταν ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γινόταν μετάγγιση αἵματος. Τά βιβλία τῶν Πατέρων τά διάβαζα μέ ἄλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τά ἔβλεπα διαφορετικά. Σάν νά εἶχα ἀποκτήσει καινούργια μάτια καί σάν νά εἶχα μάθει καινούργια γλῶσσα. Αἰσθανόμουν συγγενής πνευματικά μέ τούς Πατέρας. Ὅμως τίς πιό πολλές φορές δέν ἤθελα νά διαβάζω ἀκόμη καί βιβλία πατερικά. Σάν νά σταματοῦσαν τήν προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο, σάν νά διέκοπταν τή ζωντανή ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τοῦ παντός.

Τά πάθη δέν ἐνεργοῦσαν τότε. Ἔνοιωθα ὄχι ἠθικές ἀναστολές, ἀλλά τήν ἀναγέννηση μου. Ἤμουν τόσο μεθυσμένος, ὥστε δέν μέ ἐνδιέφερε ἀπολύτως τίποτε. Ὑπῆρχε μέσα μου μιά ἀκατάσχετη ἀναζήτηση καί ἐπιθυμία νά μή μέ ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα νά μέ περιφρονοῦν. Ἀφοῦ εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν μέ ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο. Ζοῦσα μιά ἐρωτική ζωή, ζωή δακρύων… Ἡ μόνη ἀπασχόληση ἐγώ καί ὁ Θεός. Ζητοῦσα τήν μοναξιά πού ἦταν κοινωνία. «Ἐνώπιος Ἐνωπίω», «πρόσωπον πρός Πρόσωπον». Ἀλλά καί ὅταν εὑρισκόμουν σέ πολυκοσμία ἡ ἐσωτερική φωνή ἦταν ἰσχυρότερη. Καί ὅταν κατά τήν διάρκεια ἀκολουθίας ὁ Γέροντας μέ ἔβαζε νά ψάλλω, ἐγώ συγχρόνως ἄκουγα καί αὐτήν τήν ἐσωτερική φωνή τῆς καρδιᾶς νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή πού ἔγινε τό ἐντρύφημά μου.

Αὐτή ἡ κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα ἔλεγα τήν εὐχή. Καί τήν ὥρα πού κοιμόμουν ἡ καρδιά προσευχόταν. Τήν ἄκουγα καθαρά νά ἀδολεσχῆ μέ τόν Θεό.

Ὅποιος θέλει νά διαπίστωση ἄν ὑπάρχη Θεός, ἄς δοκιμάση. Θά συνάντηση ἕνα ζωντανό Θεό! Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ ἀξίωσε ἐμένα τό ἔκτρωμα ὅλου τοῦ κόσμου νά ἀποκτήσω μιά μικρή σταγόνα γνώσεως Θεοῦ»6. Παρατηροῦμεὅτιοἱἐμπειρίεςτῶνδύοἀσκητῶν, τοῦΓέροντοςΠορφυρίουκαίτοῦσύγχρονουἉγιορείτη, εἶναικοινές, ἀφοῦτίςἐνεργεῖτόἴδιοΠνεῦμα, δηλ. τόἍγιοΠνεῦμα.

Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό καί τούς ἄλλους. Εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἰσορροπημένος ἄνθρωπος. Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ζωή. Κίνηση ἐνάντια στήν Ἀγάπη εἶναι κίνηση ἐνάντια στή Ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀγαπάει σωστά τόν Θεό καί τούς ἄλλους, αὐτός βρίσκεται στήν ἀνισορροπία καί τόν πνευματικό θάνατο. Ὅποιος ἀγαπάει, Ζεῖ ἰσορροπημένα καί ἀληθινά.

Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι ἰσορροπημένος εἶναι ὀ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς. Αὐτόν τόν ἀγαποῦν καί οἱ ἄλλοι. Τό μυστικό γιά νά μᾶς ἀγαποῦν εἶναι, ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε. Θά νιώθομε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν, ὅταν θά ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά, ἀνιδιοτελῶς, θυσιαστικά, χωρίς νά ζητοῦμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροποῦμε πραγματικά. Νά πῶς τό ἔλεγε ἀκριβῶς ὁ ἐράσμιος Γέροντας τῆς διπλῆς ἀγάπης: «Ἕνα εἶναι το ζητούμενο στή ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στούς συνανθρώπους μας. Νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα μέ κεφαλή τόν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ΄ ἀποκτήσουμε τήν χάρι, τόν οὐρανό, τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά. Θά νιώθουμε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανείς δέν μπορεῖ νά φτάσει στόν Θεό, ἄν δέν περάσει ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους. Γιατί, “ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;” Ν΄ ἀγαπᾶμε, νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιά ἀγάπη πού ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δέν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής…»7.

συνεχίζεται…

1 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 208-209.
2 Ὅ. π. σελ. 221-222.
3 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι σελ. 219-220.
4http://www.porphyrios.net/GREEK/BIOS/xaritosis.html.
5 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 84-85.
6http://clubs.pathfinder.gr/getfile.php?file=47&folder=46610. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Τό μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Ἱερά Μονή Γενεθλἰου τῆς Θεοτόκου, Γ΄ ἔκδοση, 1991.
7Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Β΄ ἔκδοση, Χανιά 2003, σελ. 381.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

http://Hristospanagia3.blogspot.com

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Αξίζει ν' αγαπάς


Η αγάπη σ' ένα χαμόγελο παιδιού
ας ομορφαίνει και γλυκαίνει την ψυχή μας
σαν μια λάμψη όπως ο φάρος του νησιού
ορίζοντες ν' ανοίγει στη ζωή μας.

Την ευτυχία πάντοτε μες τη ζωή
μας τη χαρίζουν οι μικρές καλές στιγμές μας
μια φιλία, ένα χαμόγελο γλυκό
μια προσμονή, μια σκέψη τρελή
σαν σε όνειρό μας.

Αλήθεια αξίζει σ' αυτή τη ζωή
να αγαπάς και να σ' αγαπάνε
να εκτιμάς την κάθε στιγμή
που εσύ γελάς ενώ άλλοι πονάνε.

Η αγάπη χωρίς αντάλλαγμα μπορεί
τα πάντα στη ζωή να υπομένει
και να γελάει και να πονάει και ν' απορεί
να συγχωρεί, να προχωρεί, να περιμένει.

Αλήθεια αξίζει σ' αυτή τη ζωή

να αγαπάς και να σ' αγαπάνε
να εκτιμάς την κάθε στιγμή
που εσύ γελάς ενώ άλλοι πονάνε.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ἡ πίκρα τῆς Παναγιάς μας. Ἡ γυναίκα σήμερα.

ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ πληγώνουμε διαρκώς την Παναγιά με τα καμώματά μας. Η μεσίτρια του κόσμου αποστρέφει το πρόσωπό Της από μας. Έως πότε θα μας κοιτάζει και θα μας προσέχει , ενώ εμείς χαζεύουμε άλλα πρόσωπα και πράγματα; Τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει, θλιβερά και δυσάρεστα˙ πριν από μερικά χρόνια στο περιβόλι Της, στο Άγιον Όρος μεγάλη πυρκαγιά κατέτρωγε τα πάντα κατά το Δεκαπενταύγουστο. Οι λιτανείες, αντί να σβήνουν τη φωτιά, δυνάμωναν τους ανέμους.


Πιο πρόσφατα, πριν από δύο χρόνια περίπου, ελικόπτερο στο οποίο επέβαιναν εκκλησιαστικοί άνδρες, κατέπεσε λίγο έξω από τον Άθωνα, στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Ένα χρόνο αργότερα, την παραμονή της Κοιμήσεώς Της, αεροπλάνο συνετρίβη στο νομό Αττικής με 121 επιβάτες νεκρούς˙ ανάμεσά τους , σαράντα παιδιά. Η Παναγία μας υποφέρει με τα άτακτα παιδιά Της. Στις γιορτές Της, αντί να μοιράζει «γλυκά», παρακολουθεί με πόνο το ξετύλιγμα των συμφορών.

Αλήθεια, ποιος θα ατενίσει τη μορφή Της στο τέμπλο της Εκκλησίας και δεν θα ελεγχθεί; Σκεπασμένη με το μαφόριό Της, μόνο το ιλαρό Της πρόσωπο διακρίνεται. Πού είναι σήμερα οι γυναίκες του έθνους μας; Αλήθεια πώς μπορούν και στέκονται αντίκρυ Της με τέτοια ξετσιπωσιά;

Από γενιά σε γενιά πέφτει ξήλωμα. Η γυμνότητα έφτασε στο απροχώρητο. Τα πετάξαμε όλα στα σκουπίδια˙ αρχές, αρετές, σεβασμό, ήθη κι έθιμα, παραδόσεις και ..ρουχισμό. Γίναμε «προκλητικοί» για να αμαρτάνουν οι άνθρωποι κι όχι για να μας αγαπήσει ο Θεός. Το δεντράκι της ψυχής μας έχασε φυλλώματα και καρπούς, ξεράθηκε. Πατωθήκαμε με κρέμες, μπογιές, βαφές, μάσκες. Γίναμε μασκαράδες.

Κάποτε, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μιλούσε στο σκλαβωμένο έθνος μας, σε χωριό των Αγράφων. Κάποια στιγμή άπλωσε το μαντήλι του στο κεφαλάκι ενός μικρού κοριτσιού. Όλοι απόρησαν. Στο τέλος του κηρύγματος τους είπε: «Παιδιά μου, θα ‘ρθει η εποχή που όχι μόνο τα κοριτσάκια, αλλά και οι γριές θα κυκλοφορούν χωρίς μαντήλι. Θα ξετσιπωθούν ( σημ. τσίπα: μαντήλι) . Οι γυναίκες θα γίνουν όργανα του πειρασμού». Πόσο δίκιο είχε ο άγιος! Αν οι ηρωίδες γιαγιάδες μας βγουν από τους τάφους, θα φρίξουν με τα ταλαίπωρα εγγόνια τους˙ θα κρύψουν τα πρόσωπά τους από ντροπή.

Ποια γυναίκα σήμερα ζει στα «Άγια των Αγίων» του σπιτιού της μέχρι να ενηλικιωθεί , όπως η Παναγία μας; Ποια μητέρα σήμερα έχει το νου της στον Θεό, κρατώντας στην αγκαλιά το παιδί της, όπως η Παναγία μας; Ποια γυναίκα σήμερα ντύνεται με σεμνότητα, όπως η Παναγία μας, που μόνο το χαριτωμένο πρόσωπό Της ξεχωρίζει στις εικόνες Της; Ποια γυναίκα σήμερα βαστάζει σιωπηλά τον πόνο της στις αδικίες που κάνουν στο παιδί της, όπως η Παναγία μας, η Οποία αδιαμαρτύρητα συνέπασχε κάτω από το σταυρό του παιδιού Της; Ποια μητέρα σήμερα παρακαλεί τον Θεό όχι μόνο για τα παιδιά της, αλλά για όλα τα σταυρωμένα παιδιά του κόσμου, όπως η Παναγία, η μεσίτρια όλων μας;

Παναγιά μας, μην μας παίρνεις στα σοβαρά . Δώσε μηνύματα μετανοίας στα παιδιά Σου. Κάποτε μάλωσες τον άγιο Σιλουανό που ως νέος δεν ζούσε φρόνιμα . Η φωνή Σου εγχαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του˙ ήταν γλυκιά και επιβλητική- τη θυμόταν μέχρι το θάνατό του. Κι όταν ο άγιος Αντρέας ο σαλός είδε εκείνο το φοβερό όραμα, να σκεπάζεις το εκκλησίασμα με το μαφόριό Σου, έδωσες ένα μεγάλο μήνυμα: πως με τη Σκέπη Σου θα σώζεις ό,τι σώζεται από την ολική καταστροφή.

Υπάρχει ελπίδα. Κάποιος συμπατριώτης στη βόρεια Ελλάδα είχε δει να διασχίζει τη γέφυρα ένα παιδάκι που το κράταγε μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Κατευθυνόταν προς την εκκλησία. Ο κύριος αυτός ακολούθησε την γυναίκα στο εκκλησάκι. Όταν μπήκε μέσα, η γυναίκα και το παιδί είχαν εξαφανιστεί . Τότε επικοινώνησε με τον ηγούμενο της Ι.Μ. Βατοπαιδίου π. Εφραίμ, και του εξιστόρησε το γεγονός. Όταν επισκέφτηκε το μοναστήρι, αναγνώρισε το κοριτσάκι σε κάποια φωτογραφία της μονής. Οι πατέρες από καιρό διάβαζαν σαρανταλείτουργο για την ψυχή αυτού του παιδιού που είχε πεθάνει από καρκίνο. Η Παναγία το είχε πάρει στο ουράνιο σπίτι Της.

Κατά την τελική Κρίση θα συναχθούμε όλες οι φυλές της γης. Πώς θα σταθούμε απέναντι στην Παναγία μας εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί; Αλήθεια, ποια γυναίκα συγγενεύει περισσότερο με την Παναγία μας; Η ταπεινή μουσουλμάνα με τη μαντίλα, τα πολλά παιδιά και τον άντρα- που μπορεί να μοιράζονται άλλες τρεις- ή η φλύαρη Ελληνίδα Ορθόδοξη με τις εκτρώσεις, τις πολλαπλές σχέσεις και την ξετσιπωσιά της; Να γιατί η Παναγία τελεί μεγάλα και συγκλονιστικά θαύματα και στον μουσουλμανικό κόσμο.

Στις μέρες μας η Παναγία η Σεϊδανάγια ( Δέσποινα- Κυρία), που τιμάται στη Συρία, ανέστησε Σαουδάραβα μουσουλμάνο, του οποίου η γυναίκα είχε αποκτήσει παιδί με θαύμα Της. Αδελφοί μου, θα ζήσουμε αρκετές εκπλήξεις στον ουρανό. Γνώρισα Βεδουίνες γυναίκες που έκρυβαν τα πρόσωπά τους με το μαντήλι για να μην τις βλέπουμε ˙ που δεν ήθελαν να βγάλουν φωτογραφία˙ που τα σπίτια τους στην έρημο του όρους Σινά ήταν χωρίς σκεπή˙ που είχαν πολλά παιδάκια, τα οποία δούλευαν ˙ που, όταν μιλούσαμε με τους άντρες τους, αυτές κρύβονταν σε μία ακρούλα. Πώς θα τις κοιτάξουν οι δικές μας Ελληνίδες, οι μαθήτριες του Σταυρωμένου μας Χριστού;



Από το βιβλίο: “Πληγωμένες Σχέσεις

Ένθεες Συνθέσεις”

ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2011

ΕΚΔΟΣΗ Β΄ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΑΓΑΘΟΣ ΛΟΓΟΣ»

http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr/2012/10/blog-post_12.html

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Οι προφητείες της γερόντισσας Νίλας

Η μεγαλόσχημη μοναχή Νίλα(Ευδοκία Αντέεβνα Νοβίκοβα)γνωστή στους ορθοδόξους χριστιανούς όλης της Ρωσίας εκοιμήθη στις 6 Μαρτίου 1999.Τα χαρίσματα που της δώρησε ο Θεός(προορατικό και διορατικό χάρισμα,θεραπεία ασθενών,παρηγορία των ανθρώπων)επιβεβαιώνονται από πολλούς πιστούς χριστιανούς οι οποίοι ζητούσαν τη βοήθειά της.Με τους πνευματικούς της οφθαλμούς έβλεπε την ψυχή του ανθρώπου,όσα του συνέβησαν και όσα θα του συμβούν.Όλοι έφευγαν από το κελάκι της παρηγορημένοι και ενθαρρυμένοι.


Η μοναχή Νίλα συνήθιζε να λέει ότι ο Θεός μπορεί να αναβάλει την εκπλήρωση των προφητειών.Εξαρτάται από εμάς τους πιστούς,από την προδιάθεσή μας για προσευχή,για μετάνοια για απαλλαγή από τα πάθη μας.

Μισό χρόνο πριν πεθάνει είπε ότι την 41η πρώτη ημέρα μετά από το θάνατό της θα έρθει η αστυνομία στο σπίτι της και τότε δεν θα μπορούν να πάρουν τα πράγματά της.Γι αυτό έδωσε ευλογία να μοιραστούν τα πράγματά της μέχρι το τελευταίο έτσι ώστε όταν έρθει η αστυνομία το σπίτι να είναι άδειο.Έτσι και έγινε στη συνέχεια.

Επίσης μιλούσε για την ανάγκη της αδιάλειπτης προσευχήςόπου και αν βρίσκεται κάποιος, στην εργασία,στα μέσα μεταφοράς,την ώρα της ξεκούρασης

-«Με τα χέρια δουλειά,με τα χείλη προσευχή.Πρώτα απ'όλα προσευχή κόρες μου».

Για τη σπουδαιότητα της προσευχής έλεγε το εξής:«Ο κόσμος κρατιέται από την προσευχή.Εαν πάψει η προσευχή έστω και για μία ώρα,θα πάψει να υπάρχει ο κόσμος.Υπάρχει ανάγκη κυρίως για νυχτερινή προσευχή.Αυτή είναι ακόμη πιο ευάρεστη στο Θεό».

Η πιο μεγάλη άσκηση είναι να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους.Πρέπει να είσαι υπομονετικός,να προσεύχεσαι και ν'αγωνίζεσαι,χωρίς να επηρεάζεσαι από τίποτα,ακόμη και αν σε μαλώσουν ή σε κουτσομπολέψουν.Υπάρχει η κακολογία εκ δεξιών που είναι εκ του διαβόλου και εκ των αριστερών που μπορεί να είναι από τους συγγενείς ή τους φίλους.Και τα δύο είναι δύσκολα αλλά και χρήσιμα,απαραίτητα μπορώ να πω.Όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες να τις υπομένουμε ενώπιον του Θεού,με τη σκέψη μας στην Παναγία και την καρδιά προς το Θεό.Περισσότερο και από κάθε εξωτερική άσκηση πρέπει πάνω απ'όλα να καθαρίσουμε την καρδιά μας.Να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου τίποτα το πονηρό,να είσαι ανοιχτός προς τους ανθρώπους και να μη φαντάζεσαι τίποτα για τον εαυτό σου.

Ένα βράδυ ξύπνησε τις πνευματικές της κόρες λέγοντας

-Κόρες μου,άρχισε ο πόλεμος.Πρέπει να προσευχηθούμε.Σηκωθείτε.

Το πρωί η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ανακοίνωσαν ότι άρχισε ο πόλεμος στην Τσετσενία(1994)

Η γερόντισσα μιλούσε με πολύ πόνο για τις γυναίκες που φορούσαν παντελόνι:

«Δεν επιτρεπεται στις γυναίκες να φορούν ρούχα ανδρικά και στους άνδρες γυναικεία.Γι αυτό θα λογοδοτήσουν μπροστά στο Θεό.Πρέπει να ξέρετε ότι τις γυναίκες που φορούν παντελόνι,στον επόμενο πόλεμο θα τις πάρουν για να πολεμήσουν και λίγες θα επιστρέψουν»

Την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια μία γυναίκα που ήταν παρούσα σκέφτηκε:«Τι το κακό υπάρχει στο να φοράω παντελόνι στον κήπο.Είναι πολύ βολικό»

Η γερόντισσα αντέδρασε αμέσως σε αυτήν την σκέψη:«Και εσύ στον κήπο μη φοράς παντελόνι,θα δώσεις λόγο γι'αυτό»

Όταν βάπτισαν ένα νεογέννητο είπε στην ανάδοχό του.:«Αυτό το παιδί στα δώδεκά του θα μείνει χωρίς μάνα»Έπειτα είπε:«Είναι απαράδεκτο να εγκαταλείπει κάποιος το παιδί του.Πρέπει να καταλάβουν πόσο κακό είναι αυτό και να μετανοήσουν.Μόνο με αίμα μπορούν να ξεπλύνουν αυτήν την αμαρτία»

(...)

Η γερόντισσα Νίλα επίσης είπε πως θα έρθουν καιροί όπου όπως το 1917,θα τους φυλακίσουν ή θα τους πνίξουν στη θάλασσα.

«Τότε που θα αρχίσουν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών βιαστείτε να φύγετε με τους πρώτους.Κάντε ότι μπορείτε μόνο μην μείνετε.Αυτοί που θα φύγουν με τους πρώτους θα σωθούν.Όλα αυτά θα τα δείτε με τα μάτια σας.Η γενιά σας θα δει τον Αντίχριστο.Παιδιά μου πόσο σας λυπάμε για όλα αυτά»έλεγε και έκλαιγε.Ωστόσο πρόσθετε«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»

Ένας ιερέας της εξομολογήθηκε;

-«Μητερούλα,έγω είμαι αδύναμος.Φοβάμαι την ημέρα που θα έρθει ο Αντίχριστος»

-«Μη φοβάσαι.Θα δεις αυτήν την ημέρα δεν θα αντέξεις όμως τις δυσκολίες»

Η γερόντισσα μιλούσε συχνά για τις μέλλουσες δοκιμασίες και για τα ανήκουστα βασανιστήρια που θα υποστούν οι άνθρωποι στα χρόνια του Αντιχρίστου.Η γερόντισσα διηγούνταν ότι έβλεπε με τους πνευματικούς της οφθαλμούς,όχι για να τρομάξει τους ανθρώπους αλλά για να τους ενισχύσει την πίστη και την ελπίδα στο έλεος του Θεού.Έλεγε συνεχώς ότι ο Θεός δεν θα εγκαταλείψει τους πιστούς,ότι θα τους ταίζει στον καιρό της πείνας,θα τους παρηγορεί,θα τους βρει καταφύγιο,θα τους περιβάλλει στις θλίψεις και θα τους βοηθήσει να περάσουν τα βασανιστήρια και τους διωγμούς.Σε αυτές τις περιπτώσεις θυμόνταν τα λόγια του προφήτη Δαβίδ«οὐ καταισχυνθήσονται ἐν καιρῷ πονηρῷ καὶ ἐν ἡμέραις λιμοῦ χορτασθήσονται»(Ψ.36,19).

« Να μην φοβάστε τίποτα παιδιά μου,να μη φοβάστε γι'αυτα που θα συμβούν ή μπορεί να συμβούν ή πρέπει να συμβούν όπως προφήτεψαν οι άνθρωποι του Θεού.Ο Θεός είναι πιο δυνατός απ'όλους και απ'όλα.Στις δοκιμασίες θα μας δώσει βοήθεια και θα μας δώσει δύναμη να υπομείνουμε.Μας ζητάει μόνο να υπακούμε το άγιο θέλημά Του.Προσευχηθείτε στην Προστάτιδά μας και δεν θα μας αφήσει»

Κάποια φορά το πρόσωπό της ξαφνικά πήρε μία έκφραση απειλητική,σαν κάτι να έβλεπε με τους πνευματικούς της οφθαλμούς.Χτύπησε μερικές φορές με την βίτσα της το πάτωμα λέγοντας:«Κοίτα τι σκέφτηκαν.Βάζουν στα βρέφη το σφράγισμα του Αντιχρίστου!Ο άγγελος θα τους καταστρέψει αυτούς που θα κάνουν κάτι τέτοιο.

Μία μέρα η γερόντισσα Νίλα έπιασε το κεφάλι της και φώναξε:«Αλίμονο τι θα συμβεί.Τι θα απογίνει η Ρωσία και εμείς;Το επανέλαβε μερικές φορές και μετά ησύχασε λέγοντας-Δεν θα σας πω τι είδα.Ο Κύριος δεν ευλογεί»!

Με τους πνευματικούς της οφθαλμούς η γερόντισσα έβλεπε ότι η σημερινή γενιά και η επόμενη θα περάσουν μεγάλες δοκιμασίες.Συχνά διηγούνταν πως επέζησε υπο συνθήκες λιμοκτονίας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όταν η τροφή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη:

«Να μη δώσει ο Θεός να περάσετε πείνα.Είναι φοβερό.Στο στρατόπεδο δεν έβλεπα ποτέ ψωμί.Όταν ελευθερώθηκα μου φάνηκε πως δεν θα χορτάσω ποτέ το ψωμί.Η πείνα όμως θα έρθει.

Όταν ήμουν παιδί στην Ουκρανία όπου και να γύριζες το μάτι σου έβλεπες σιτηρά.Τα στάχυα ήταν ένα και ένα.Φυσούσε ο αέρας και κυμάτιζαν σαν τα κύματα της θάλασσας μέχρι το βάθος του ορίζοντα.Δεν υπήρχε μεταξύ τους ούτε ένα αγριόχορτο.Τώρα όμως είναι γεμάτα αγριόχορτα.Εγκατέλειψαν τη γη που είναι ο τροφέας μας.Πρέπει να δουλεύετε τη γη.Οι άνθρωποι θα λογοδοτήσουν για το ότι την εγκατέλειψαν.Η πείνα θα έρθει επειδή εγκαταλείψαμε τη γη.Εαν έχετε μία γωνίτσα φυτέψτε την.Θα σας βοηθήσει στον καιρό της πείνας.

Η αποθήκευση τροφίμων δε θα σας βοηθήσει επειδή η πείνα θα έρθει σταδιακά.Πρέπει να φροντίσετε να βρίσκεστε κοντά σ'ένα κτήμα.Στις πόλεις θα είναι πολύ πιο δύσκολα.Η πείνα θα είναι τόσο τρομερή που οι άνθρωποι θα εισβάλουν στα σπίτια για να βρουν τρόφιμα.Θα σπάνε τζάμια και πόρτες και θα σκοτώνουν ανθρώπους για την τροφή.Πολλοί θα φέρουν όπλα και η ανθρώπινη ζωή δεν θα έχει καμία αξία.

Όταν θα έρθει ο Αντίχριστος η πείνα θα είναι μεγάλη και θα εξαντληθούν τα σιτηρά.Πρέπει να ετοιμάστε βότανα να τα ξεράνετε για να φτιάχνετε τσάι.Με αυτό θα επιζήσετε.

Επίσης η γερόντισσα έλεγε ότι στους έσχατους καιρούς στη θέση της Αγίας Πετρούπολης θα είναι θάλασσα ενώ ένα μεγάλο μέρος της Μόσχας θα βυθιστεί επειδή κάτω από τη γη υπάρχουν μεγάλα κενά.Όταν ρωτήθηκε τι θα απογίνει το σπίτι και η κωμόπολη στην οποία μένει,εκείνη απάντησε:

«Από την πόλη δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.Μόνο το σπίτι μου και άλλο ένα.Θα είναι πόλεμος,καταστροφές,το σπίτι μου όμως δεν θα καταστραφεί.Εγώ δεν θα το δω.Εσείς όμως θα το δείτε.Να ο δρόμος προς το Εκόριεβσκ.Το σπίτι μου θα μείνει όρθιο και γύρω του τίποτα.Κατά τον πόλεμο θα καταστραφεί εντελώς.

-«Θα έρθει ο καιρός που θα εισβάλουν οι Κινέζοι και θα είναι πολύ δύσκολα για όλους».Αυτό το επανέλαβε δύο φορές.

«Παιδιά μου είδα ένα όνειρο.Θα γίνει πόλεμος.Θεέ μου.Τα παιδιά από 14 ετών θα τα στρατολογήσουν και θα τα στείλουν στο μέτωπο.Σπίτι θα μείνουν μόνο τα παιδιά και οι γέροι.Οι στρατιώτες θα πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι,θα τους μαζεύουν και θα τους στέλνουν στον πόλεμο.Θα βασιλέψουν οι λεηλασίες και οι ανομίες των ενόπλων.Η γη θα είναι κατάσπαρτη με πτώματα.Παιδιά μου πόσο σας λυπάμαι»Αυτό το επαναλάμβανε συχνά.

Ανάμεσα σε όλους τους αγίους η γερόντισσα Νίλα αγαπούσε ιδιαίτερα τον Άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη.Έλεγε ότι ο άγιος αγαπάει τη Ρωσία και ότι θα έρθει σε αυτήν τον καιρό του Αντιχρίστου.

Σ'ένα πνευματικό της τέκνο έδωσε την ακόλουθη προσευχή.

«Κύριε γεννηθήτω το όνομά σου εις εμέ.Βοήθησε με να Σου μείνω πιστός μέχρι το τέλος της ζωής μου.Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με τον αμαρτωλό.Άγιε Ιωάννη Θεολόγε να είσαι ο καθοδηγητής μου και ο μεσίτης μου ενώπιον του Κυρίου και της Παναχράντου μητέρας Του»


ΠΗΓΗ-Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης

http://miteriko.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4455.html

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον (Γέροντος Πορφυρίου)

Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀγαποῦσε πολύ ὄχι μόνον τόν Θεό ἀλλά καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ὁ ἐράσμιος ἄνθρωπος (ὁ ἄνθρωπος τῆς διπλῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί πρός τό συνάνθρωπο). Εἶχε ἀγάπη μέχρις αὐτοθυσίας γιά τούς ἀνθρώπους). Στόν ἅγιο Χαράλαμπο στήν Εὔβοια, διηγεῖται ὁ Γέροντας, ὅτι ἐξομολογοῦσε ἀσταμάτητα νύκτα μέρα. Ἀργότερα ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς ἱερέας τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γερασίμου, συνέχισε τή θυσιαστική ζωή, ὑπηρετώντας τούς ἀσθενεῖς. Ὁ Γέροντας ἀγάπησε, καί γι’ αὐτό γνώρισε ὅσο εἶναι δυνατό τόν Θεό. Ἀνήκει στούς «διαβεβηκότας εἰς θεωρίαν».


Ἡ ἀγάπη ὅμως στόν Χριστό εἶναι ταυτόχρονα καί ἀγάπη στόν πλησίον.Ὁ τετρωμένος ὑπό θείου ἔρωτος Γέροντας ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ τούς πάντες καί τά πάντα. Ἡ ἀγάπη του εἶναι «ἔμπονη», θυσιαστική, κενωτική, ἀνιδιοτελής, τελεία. Μιλώντας στά πνευματικά του παιδιά ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι κι’ ἀγάπη στόν πλησίον. Εἶναι ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς. Οἱ δύο ἐντολές, τά δύο σκέλη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό (κατακόρυφο σκέλος) καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον (ὁριζόντιο σκέλος) εἶναι οὐσιαστικά μία, κατά τό Κυριακόν λόγιον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη καί πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ, ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[i] .

Ὅταν κανείς ἀγαπάει τόν Χριστό, ἀγαπάει συγχρόνως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ρωτᾶ ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης του ἤ ἀκόμη ἄν τήν ἀποδεχονται ἤ τήν ἀπορρίπτουν. Ἡ Χριστιανική ἀγάπη ἔχει μερικά βασικά καί ἀναφαίρετα χαρακτηριστικά, πού τήν τοποθετοῦν στήν κορυφή κάθε ἄλλης μορφῆς «ἀγάπης». Εἶναι ἀγάπη ἀνιδιοτελής, θυσιαστική, κενωτική, χωρίς νά βάζει ὅρια, καί χωρίς νά κάνει διακρίσεις· εἶναι ἀγάπη πού δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση, οὔτε τήν ἀποδοχή, οὔτε τήν ἀνταπόκριση, οὔτε τόν ἔπαινο, οὔτε τήν ἀναγνώριση. Ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας ἀπόλυτα τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν ἀγάπη ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, πού μᾶς ἔχει προσλάβει ὅλους στόν Ἑαυτό του… Ὅταν θέλεις νά συναντήσεις τόν Χριστό, θά Τόν βρεῖς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐδῶ εἶναι ἑνωμένη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖς μέ τόν Χριστό καί νά μήν τά ἔχεις καλά μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[ii].

Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγανακτεῖ μέ τό συνάνθρωπό του ἀλλά νά στέλνει πάντα τήν ἀγαθή του διάθεση. Μᾶς τόνιζε ὁ Γέροντας νά ἔχουμε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη, γιά νά βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὅταν κυριεύεται ἀπό τό κακό. Νά μήν λέμε λόγια γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἴμαστε ἐλεήμονες καί νά τόν συγχωροῦμε. Νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς βλάσφημους, ἀλλά νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Σ’ αὐτούς, πού μᾶς κουράζουν καί μᾶς δυσκολεύουν, νά προσφέρουμε τήν ἀκραιφνή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σιωποῦμε.

Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ σιωπή, «ἀκτινοβολεῖ» στόν πλησίον» ἕλεγε ὁ Γέροντας.

Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε ἀλλά νά διορθώνουμε τό κακό. «Ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά καταδικάζουμε τό κακό, ἀλλά νά τό διορθώνουμε. Μέ τήν καταδίκη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά χαθεῖ, μέ τήν κατανόηση καί βοήθεια θά σωθεῖ. Τόν ἁμαρτωλό πρέπει νά τόν ἀντικρίζουμε μέ ἀγάπη καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία του…»[iii]. Τόνιζε ἐπίσης ὅτι τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς κακές σκέψεις. «Ὅταν πικραίνεσαι καί ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μέ τή σκέψη, χαλᾶς τῆς πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐνεργήσει, καί ἐπιτρέπεις στό διάβολο νά μεγαλώσει τό κακό. Ἐσύ πάντοτε νά προσεύχεσαι, νά ἀγαπᾶς καί συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπό μέσα σου κάθε κακό λογισμό»[iv].

Ὁ χριστιανός πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς ἀδελφούς του, πού δέν εἶναι ἐνεργά, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί δραστηριοποιεῖται ἱεραποστολικά. Ὁ Γέροντας τό τόνιζε ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν, ἀλλά ἐπισήμαινε ὅτι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα, τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὅπως ὁ Χριστός στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπο καί χτυπάει χωρίς ὅμως νά τήν παραβιάζει ἀλλά περιμένει τήν κάθε ψυχή νά Τοῦ ἀνοίξει μόνη της ἐλεύθερα, ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή. Στήν ἱεραποστολική προσπάθεια τόνιζε, ὅτι, ἔχει σημασία ὁ λεπτός μας τρόπος. Τόν κυριώτερο ρόλο παίζει ἡ προσευχή καί ἡ ζωή μας, καί όχι τόσο τά λόγια, πού μπορεῖ νά μένουν ἄκαρπα. Δέν πρέπει, ἐπισήμαινε, νά ὑπάρχει φανατισμός, ἀλλά σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου καθώς καί ἀγάπη. Νά τιμᾶτε, ἔλεγε, τούς πάντες ἀνεξάρτητα ἀπό τό σέ ποιό θρήσκευμα ἀνήκουν, ἀφού εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀγαπημένου μας Χριστοῦ. Μία ἄλλη σύγχρονη ὁσιακή μορφή, ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, συνομιλοῦσε «ἄνετα» μέ βουδιστές, βραχμάνους, καί ἑβραίους, ἄν καί παρεξηγῆτο. Ἔβλεπε στό πρόσωπό τους τόν Χριστό, τό «κατ’ εἰκόνα», πού ὑπάρχει στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτως θρησκείας. Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν κατά Θεόν ζῆλο. Ὁ ἀληθινά ζηλωτής εἶναι αὐτός, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλῆ ἀγάπη, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή ἡ ἀγάπη, πού διακηρύσσουν ὅτι ἔχουν κάποιοι, εἴτε πρός τούς ἀνθρώους, εἴτε πρός τόν Θεό. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα διπλῆ, ἔχει δύο σκέλη: ἕνα κάθετο (ἀγάπη πρός τόν Θεό) καί ἕνα ὁριζόντιο (ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο). Ἐπίσης ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα εὐγενική, λεπτή, ἀνιδιοτελής, χωρίς ὅρια, θυσιαστική, χωρίς διακρίσεις. Οἱ ἅγιοι δέν κάνουν διάκριση, ἀλλά ἀγαποῦν τούς πάντες καί μάλιστα ἐξ’ ἴσου. Αὐτήν τήν ἀγάπη τή γνήσια δίδασκε ὁ Γέροντας.

Διά τοῦτο δέν πιέζε τούς ἄλλους νά γίνουν καλοί, ἀλλά προσευχόταν μυστικά γι’ αὐτούς χωρίς νά τούς κατακρίνει. Συμβούλευε νά κάνουμε προσευχή γιά νά καταστήσουμε τούς ἄλλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή καί τήν ἀφοσίωσή μας στόν Θεό, ἔλεγε, νά ενεργήσει ἡ χάρις Του καί στίς ταλαιπωρημένες ψυχές πού δέν Τόν ἀγαποῦν.

Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα. Οἱ ψυχές πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά λάθη τους, ἑλκύουν πολύ τή εὐσπλαχνία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σιωποῦμε, νά ἀνεχόμαστε καί κυρίως νά προευχόμαστε, ζῶντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὠφελοῦμε μυστικά τούς ἄλλους. Ὁ Θεός μέ τήν χάρη Του καθαρίζει τό νοῦ τους καί τούς βεβαιώνει ὅτι τούς ἀγαπᾶ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, τότε ἡ ψυχή του «ἀνοίγει», λουλουδίζει. Τότε ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό θεῖο ἔρωτα, διότι, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευχεν ἡ Χάρις».

Ὁ ἄλλος κατά κανόνα δέν προσέχει τό λόγια μας, ἀλλά «εἰσπράττει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐκπέμπουμε». Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀκτινοβολοῦμε ὡς «κάτοπτρα» στούς ἄλλους. Ὅσο καθαρότερα κάτοπτρα εἴμαστε, τόσο περισσότερο ζοῦμε «ἐν Χριστῷ». Ὅσο περισσότερο βιώνουμε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», τόσο καλλίτερα βεβαιώνουμε καί τούς ἄλλους ὅτι ὁ Θεός τούς ἀγαπᾶ. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα καί γι’ αὐτούς νά μεταστραφοῦν, ἀκόμη δέ καί νά μᾶς ξεπεράσουν. Ὅσο δυναμικά – ἐνεργητικά ἦταν δοσμένοι στήν ἁμαρτία, τόσο τώρα, μέ τόν ἀνάλογο δυναμισμό, προχωροῦν πρός τόν Θεό.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

Πηγή εἰκόνας: Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ

Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ Θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν Γέροντα Πορφύριο